ΣΠΑΤΕ : Παρέμβαση για τις «αυξήσεις στα ασφάλιστρα μακροχρόνιων συμβάσεων με νομοθετική ρύθμιση»

Με αφορμή την τροπολογία που κατατέθηκε πρόσφατα στη Βουλή και αφορά στη ρύθμιση των αυξήσεων των ασφαλίστρων των μακροχρόνιων συμβολαίων υγείας , ο ΣΠΑΤΕ δράττεται της ευκαιρίας να εκφράσει τους προβληματισμούς και τις επιφυλάξεις του αναφορικά με τις ενδεχόμενες επιπτώσεις των προτεινόμενων ρυθμίσεων στους καταναλωτές, αλλά και στις προοπτικές προώθησης των εν λόγω προϊόντων ειδικά σε αυτή τη χρονική στιγμή που είναι ιδιαιτέρως κρίσιμη από υγειονομικής απόψεως.
Αν και έχουμε την πεποίθηση ότι η πρόθεση του νομοθέτη είναι προς τη σωστή κατεύθυνση αφού στόχος του είναι να τεθεί πλαίσιο διαχείρισης σωρείας παραπόνων που κατέληγαν κατά καιρούς στον Συνήγορο του Καταναλωτή και αφορούσαν στις αυθαίρετες αυξήσεις ασφαλίστρων, κρίνουμε ότι η μέθοδος που προτείνεται για την αναπροσαρμογή των ασφαλίστρων αδικεί τους υφιστάμενους πελάτες αλλά και αποθαρρύνει νέους πελάτες να εισέλθουν στον κλάδο Υγείας.
Το νομοσχέδιο διευκρινίζει ότι μια ασφαλιστική εταιρεία δικαιούται να προχωρήσει σε αύξηση ασφαλίστρων μεγαλύτερη από αυτή των ενδεδειγμένων δεικτών αρκεί να ενημερώσει τους καταναλωτές – πελάτες της και να τεκμηριώσει την αύξηση αυτή 60 ημέρες πριν, με συστημένη επιστολή ή μέσω ηλεκτρονικού μηνύματος. Στην περίπτωση που οι καταναλωτές δεν είναι σύμφωνοι με την προτεινόμενη αύξηση τότε μπορούν να προχωρήσουν σε καταγγελία της ασφαλιστικής σύμβασης.
Αφενός , η έννοια της καταγγελίας της σύμβασης τυπικά δεν είναι απαραίτητη αφού εάν ο καταναλωτής δεν καταβάλει το ασφάλιστρο εντός του ενδεδειγμένου από τον νόμο χρονικού περιθωρίου , η σύμβαση του καθίσταται άκυρη και αφετέρου ,ο καταναλωτής που δεν συμφωνεί με την αναπροσαρμογή του ασφαλίστρου δεν έχει καμία εναλλακτική ως προς την διατήρηση του συμβολαίου του.
Όπως είναι επακόλουθο , ο καταναλωτής που δεν επιθυμεί ή δεν δύναται να καταβάλλει το αναπροσαρμοσμένο ασφάλιστρο, αναγκάζεται να καταφύγει σε άλλη ασφαλιστική εταιρία η οποία είτε λόγω προ υπάρχουσας ασθένειας είτε λόγω των συνθηκών ασφαλισιμότητας δύναται να μην τον ασφαλίσει καθόλου, ή να τον ασφαλίσει με σημαντικό επασφάλιστρο ή /και εξαιρέσεις στις καλύψεις. Συνεπώς , οι συνθήκες ασφάλισης και ασφαλισιμότητας του καταναλωτή αλλάζουν προς το χειρότερο , ως αποτέλεσμα μονομερούς ενέργειας ενός εκ των δύο συμβαλλομένων στην ασφαλιστική σύμβαση.

© INSURANCE EEA 2024. All rights Reserved.
Designed by RDC Informatics