Απόφαση Αρείου Πάγου για καταχρηστικότητα σύμβασης δανείου σε ελβετικό φράγκο

Γράφει ο Στάθης Δημ. Σταματελόπουλος, Νομικός Συνεργάτης Ε.Ε.Α.

Γράφει ο Στάθης Δημ. Σταματελόπουλος, Νομικός Συνεργάτης Ε.Ε.Α.


Προς οριστική επίλυση οδεύει πλέον το ζήτημα της καταχρηστικότητας ορισμένων όρων, που διαλαμβάνονται σε δανειακές συμβάσεις σε ξένο νόμισμα (Ελβετικό φράγκο), καθώς το Α1 Πολιτικό Τμήμα του Αρείου Πάγου με την υπ. αριθμ. 884/2018 απόφαση του αποφάσισε την παραπομπή στην Πλήρη Ολομέλεια του Αρείου Πάγου ορισμένων λόγων αίτησης αναίρεσης, που είχε ασκηθεί κατά απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης, με την οποία απορρίφθηκε ως μη νόμιμη αγωγή, με την οποία δανειολήπτης είχε ζητήσει, αφενός να αναγνωριστεί ότι είναι άκυρος, ως καταχρηστικός ο όρος καταρτισθείσας δανειακής σύμβασης σε ξένο νόμισμα (Ελβετικό Φράγκο) με ρήτρα αποπληρωμής είτε στο ξένο νόμισμα, είτε σε Ευρώ, με βάση την ισοτιμία αυτού (Ευρώ), προς το ξένο νόμισμα, κατά τον χρόνο αποπληρωμής και αφετέρου, να αναγνωριστεί ως μόνη ισχύουσα ρήτρα μετατροπής σε Ευρώ του οφειλομένου στο ξένο νόμισμα ποσού, η συναλλαγματική ισοτιμίσα των δύο νομισμάτων, που ίσχυε κατά τον χρόνο της εκταμίευσης  του δανεισθέντος ποσού και εντεύθεν να αναγνωριστεί η ανυπαρξία της οφειλής, καθώς η τράπεζα δεν διατηρούσε καμία απαίτηση από την δανειακή σύμβαση.  
Ειδικότερα, όπως έκρινε η απόφαση με τις διατάξεις του άρθρου 2 παρ. 1, 6 και 7 περ. ε και ια του Ν.2251/1994, ορίζεται ότι …όροι που έχουν διατυπωθεί εκ των προτέρων για απροσδιόριστο αριθμό  μελλοντικών συμβάσεων (γενικοί όροι των συναλλαγών) δεν δεσμεύουν τον καταναλωτή, αν αυτός κατά την κατάρτιση της σύμβασης τους αγνοούσε ανυπαιτίως και ο προμηθευτής δεν του υπέδειξε την ύπαρξη τους, ή του στέρησε την δυνατότητα να λάβει πραγματική γνώση του περιεχομένου τους. Γενικοί όροι συναλλαγών, που έχουν ως αποτέλεσμα την σημαντική διατάραξη της ισορροπίας των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων των συμβαλλομένων σε βάρος του καταναλωτή απαγορεύονται και είναι άκυροι.. Ο καταχρηστικός χαρακτήρας γενικού όρου ενσωματωμένου σε σύμβαση κρίνεται, αφού ληφθούν υπόψη η φύση των αγαθών ή υπηρεσιών, που αφορά η σύμβαση, ο σκοπός της, το σύνολο των ειδικών συνθηκών κατά την σύναψη της και όλες οι υπόλοιπες ρήτρες της σύμβασης, ή άλλης σύμβασης από την οποία εξαρτάται. Σε κάθε περίπτωση, καταχρηστικοί είναι ιδίως οι όροι που επιφυλάσσουν στον προμηθευτή το δικαίωμα μονομερούς τροποποίησης, ή λύσης της σύμβασης χωρίς ορισμένο, ειδικό και σπουδαίο λόγο, ή επιτρέπουν στον προμηθευτή να καταγγείλει σύμβαση αόριστης διάρκειας, χωρίς εύλογη προθεσμία, ή χωρίς σπουδαίο λόγο αφήνουν το τίμημα αόριστο και δεν επιτρέπουν τον προσδιορισμό του με κριτήρια ειδικά καθορισμένα στην σύμβαση και εύλογα για τον καταναλωτή.
Εξάλλου, με τον Ν.2251/1994 ενσωματώθηκε στο Εθνικό μας δίκαιο η Οδηγία 93/13/ΕΟΚ με την παρ. 2 του άρθρου 1 της οποίας ορίζεται ότι, οι ρήτρες της σύμβασης που απηχούν νομοθετικές ή κανονιστικές διατάξεις αναγκαστικού δικαίου, καθώς και διατάξεις ή αρχές διεθνών συμβάσεων, στις οποίες έχουν προσχωρήσει τα κράτη μέλη, ή η Κοινότητα, ιδίως στον τομέα των μεταφορών, δεν υπόκεινται στις διατάξεις της παρούσας Οδηγίας. Η έκφραση νομοθετικές ή κανονιστικές διατάξεις αναγκαστικού δικαίου, που αναφέρεται στο άρθρο 1 παράγραφος 2 καλύπτει επίσης τους κανόνες, οι οποίοι εφαρμόζονται κατά νόμο μεταξύ των συμβαλλομένων, εάν δεν έχει συμφωνηθεί άλλως, ενώ στην 13η σκέψη του προοιμίου της Οδηγίας εκτίθεται ότι, οι νομοθετικές ή κανονιστικές διατάξεις των κρατών μελών που καθορίζουν άμεσα ή έμμεσα τους όρους των συμβάσεων με τους καταναλωτές θεωρείται ότι δεν περιέχουν καταχρηστικές ρήτρες. Τέλος, σύμφωνα με το άρθρο 291ΑΚ ορίζεται ότι, όταν πρόκειται για χρηματική οφειλή σε ξένο νόμισμα, που πρέπει να πληρωθεί στην Ελλάδα, ο οφειλέτης αν δεν συμφωνήθηκε το αντίθετο έχει δικαίωμα να πληρώσει σε εγχώριο νόμισμα με βάση την τρέχουσα αξία του ξένου νομίσματος στον χρόνο και στον τόπο της πληρωμής.
 
Από την εφαρμογή των ανωτέρω διατάξεων δημιουργούνται ζητήματα τόσο στην θεωρία, όσο και στην νομολογία σχετικά με το αν σε  σύμβαση μεταξύ τράπεζας (επαγγελματία) και δανειολήπτη (καταναλωτή), που έχει συμφωνηθεί σε ξένο νόμισμα και διαλαμβάνεται σε αυτήν ο προδιατυπωμένος όρος ότι, εφόσον το δάνειο ή οποιοδήποτε τμήμα αυτού έχει χορηγηθεί σε συνάλλαγμα, ο οφειλέτης υποχρεούται να εκπληρώσει τις από την σύμβαση απορρέουσες υποχρεώσεις του προς την τράπεζα, είτε στο νόμισμα της χορήγησης, είτε σε Ευρώ, με βάση την τρέχουσα τιμή πώλήσης του νομίσματος χορήγησης την ημέρα της καταβολής, ο όρος αυτός απηχεί το περιεχόμενο της διάταξης του ενδοτικού δικαίου και δη εκείνο του άρθρου 291ΑΚ αποτελώντας έτσι δηλωτικό όρο της σύμβασης και επομένως εκφεύγει του ελέγχου της καταχρηστικότητας κατά τις ανωτέρω διατάξεις του Ν.2251/1994 ή και του άρθρου 1 παρ. 2 της Οδηγίας 93/13/ΕΟΚ, εφόσον ήθελε γίνει δεκτό ότι η διάταξη αυτή έχει μεταφερθεί στο Ελληνικό δίκαιο, ή αντιθέτως δεν αποτελεί δηλωτικό όρο και υπόκειται στον έλεγχο για καταχρηστικότητα, κατά τις προαναφερόμενες διατάξεις.    
 
Ειδικότερα, κατά την θεωρία, η διάταξη του άρθρου 291ΑΚ επί διαζευκτικής πληρωμής δηλαδή, είτε με αλλοδαπό, είτε με ημεδαπό νόμισμα είναι εφαρμοστέα μόνο αν ο οφειλέτης επέλεξε την πληρωμή στην ημεδαπή με αλλοδαπό νόμισμα και όχι αν επέλεξε την πληρωμή με ημεδαπό νόμισμα. Με βάση την άποψη αυτή υποστηρίζεται ότι, η διάταξη του άρθρου 291ΑΚ δεν εμπίπτει στις περιπτώσεις που αναφέρεται το άρθρο 1 παρ. 2 της; Οδηγίας 93/13 και επομένως ο υπό το ανωτέρω περιεχόμενο όρος της σύμβασης υπόκειται σε έλεγχο για καταχρηστικότητα, με βάση τις ανωτέρω διατάξεις. Διχογνωμία για το θέμα αυτό υφίσταται και στην νομολογία των δικαστηρίων της ουσίας, ενώ δεν έχει αχθεί μέχρι σήμερα προς κρίση ενώπιον του Δικαστηρίου του Αρείου Πάγου.
 
Στην προκειμένη περίπτωση με την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση το Πολυμελές Πρωτοδικείο της Θεσσαλονίκης δέχθηκε ότι, ο ενάγων συνήψε με την εναγόμενη τράπεζα σύμβαση στεγαστικού τοκοχρεωλυτικού δανείου ποσού 243.225,00 ελβετικών φράγκων, που αντιστοιχούσε σύμφωνα με την ισχύουσα. κατά την παραπάνω ημερομηνία. ισοτιμία σε 150.000,00 Ευρώ, με όρους που είχαν προδιατυπωθεί από την τράπεζα και δεν αποτέλεσαν αντικείμενο  διαπραγμάτευσης μεταξύ των διαδίκων . Ότι την απόφαση να λάβει το εν λόγω δάνειο σε ελβετικό φράγκο την έλαβε κατόπιν προτροπής των υπαλλήλων της τράπεζας, οι οποίοι την παρουσίασαν, ως την πλέον συμφέρουσα λύση, λόγω του χαμηλού επιτοκίου, χωρίς ποτέ να επισημάνουν τον κίνδυνο ανατροπής των συναλλαγματικών ισοτιμιών, που υπέκρυπτε η σύμβαση αυτή, ούτε και προτάθηκε στον δανειολήπτη κάποιο πρόγραμμα αντιστάθμισης του κινδύνου αυτού, αν και γνώριζαν ότι η δανειολήπτης δεν είχε εισοδήματα σε ελβετικό φράγκο. Ότι σύμφωνα με τον όρο 7 περ. α παρ. 2 που περιλαμβάνεται στο κείμενο της ως άνω δανειακής σύμβασης ο οφειλέτης υποχρεούται να εκπληρώσει τις υποχρεώσεις του προς την τράπεζα, είτε στο νόμισμα της χορήγησης, είτε σε Ευρώ, με βάση την τρέχουσα τιμή πώλησης του νομίσματος χορήγησης την ημέρα καταβολής. Ότι η ισοτιμία του Ελβετικού φράγκου έναντι του Ευρώ κατά τον χρόνο εκταμίευσης του δανείου ανέρχονταν σε 1 προς 1,6215 πλην όμως, σταδιακά η ισοτιμία αυτή έφτασε στο 1 προς 1,0175 με αποτέλεσμα να μεταβληθεί και το αρχικό κεφάλαιο του δανείου, το οποίο από 150.000 Ευρώ κατά την ημέρα της εκταμίευσης ανήλθε στο ποσό των 239.041,76 Ευρώ .Ότι εξ αιτίας της μεταβολής αυτής έχει εξανεμιστεί σημαντικό μέρος των καταβολών, καθώς το άληκτο κεφάλαιο ήταν ίσο με 27.784,85 Ελβετικά φράγκα και με βάση την τρέχουσα ισοτιμία σε 27.306,97 Ευρώ και παρά το γεγονός ότι για την αποπληρωμή του κεφαλαίου είχε καταβάλλει μέχρι τότε ποσό  177.821,59 Ευρώ .Ότι, αν είχε ενημερωθεί από τους υπαλλήλους της τράπεζας, ως προς την μετακύλιση του συναλλαγματικού κινδύνου και τις συνέπειες αυτού δεν θα είχε προβεί στην κατάρτιση της επίδικης  σύμβασης και ότι ο σχετικός όρος που προβλέπει την εξόφληση των υποχρεώσεων έναντι της τράπεζας με βάση την εκάστοτε ισοτιμία των δύο νομισμάτων είναι καταχρηστικός και ως εκ τούτου αυτοδικαίως άκυρος, σύμφωνα με το άρθρο 4 παρ. 2 και το άρθρο 5 της Οδηγίας 93/13/ΕΟΚ και το Ν.2251/1994, αφενός διότι δεν είναι σαφής και κατανοητός ο οικονομικός λόγος για τον οποίο τέθηκε η ως άνω ρήτρα, ούτε και οι οικονομικές συνέπειες, που απορρέουν από αυτή, ως προς το συνολικό εν τέλει ύψος του προς απόδοση ποσού, με αποτέλεσμα η ρήτρα αυτή να παραβιάζει την αρχή της διαφάνειας και αφετέρου, διότι εμφανίζει αοριστία, ως προς τα κριτήρια διακύμανσης των δόσεων και του άληκτου κεφαλαίου, επιτρέποντας στην τράπεζα να τα προσδιορίζει οποτεδήποτε μονομερώς , χωρίς να είναι  εκ των προτέρων γνωστά στους ίδιους τα ειδικά και εύλογα κριτήρια από τα οποία προκύπτει η εκάστοτε συναλλαγματική ισοτιμία.          
 
Ωστόσο το Πολυμελές Πρωτοδικείο Θεσσαλονίκης απέρριψε την εν λόγω αγωγή ειδικότερα δε σχετικά με το αίτημα αναγνώρισης της ακυρότητας του σχετικού συμβατικού όρου, λόγω αντίθεσης στις διατάξεις του άρθρου 2 παρ. 1, 6 και 7 του Ν.2251/1994 και 281ΑΚ γιατί έκρινε ότι ο όρος αυτός, κατά το περιεχόμενο του, εντάσσεται στους δηλωτικούς όρους της επίδικης σύμβασης αφού επαναλαμβάνει την διάταξη του άρθρου 291ΑΚ. χωρίς να εισάγει απόκλιση από αυτή και χωρίς να την συμπληρώνει με επιπλέον ρυθμίσεις, ώστε να αποτελεί αυτός αντικείμενο δικαστικού ελέγχου, σύμφωνα και με την ρητή επιταγή της Οδηγίας  93/13, κατά την οποία αποκλείονται από το πεδίο εφαρμογής της οι συμβατικές ρήτρες, που απηχούν τις ενδοτικού δικαίου διατάξεις της εθνικής νομοθεσίας χωρίς να τροποποιούν το περιεχόμενο τους, ή το πεδίο εφαρμογής τους. Σε κάθε περίπτωση ο όρος αυτός δεν φέρει καταχρηστικό χαρακτήρα, ούτε πάσχει από αοριστία κατά το περιεχόμενο του, ενόψει του ότι, ο προσδιορισμός της παροχής δεν καθίσταται αόριστος, αλλά προσδιορίζεται επαρκώς και η ακριβής καταγραφή του είναι θέμα απλού μαθηματικού υπολογισμού, δοθέντος ότι η τιμή πώλησης συναλλάγματος  αποτελεί διαγνωστό αντικειμενικό μέτρο, αφού ισχύει για το σύνολο των συναλλασσομένων και καθορίζεται από την διατραπεζική αγορά, διαμορφούμενη ημερησίως από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, η οποία εκδίδει δημόσιο δελτίο αναφοράς των ισοτιμιών για κάθε νόμισμα.
 
Ο Άρειος Πάγος όμως με την ως άνω απόφαση του έκρινε ότι, με τον πρώτο και δεύτερο λόγο της αίτησης αναίρεσης κατά το μέρος που προβάλλεται η αιτίαση ότι, το Πολυμελές Πρωτοδικείο Θεσσαλονίκης με το να δεχτεί με την απόφαση του, ότι ο ανωτέρω όρος της δανειακής σύμβασης είναι δηλωτικός όρος αυτής και επομένως εκφεύγει του ελέγχου της καταχρηστικότητας του, εσφαλμένα ερμήνευσε και εφάρμοσε τις προαναφερόμενες διατάξεις του ουσιαστικού δικαίου του Ν.2251/1994 και εσφαλμένα εφάρμοσε τη μη μεταφερθείσα στο Εθνικό δίκαιο διάταξη του άρθρου 1 παρ. 2 της Οδηγίας 93/13/ΕΟΚ και ενόψει τούτου έκρινε ομόφωνα ότι, δημιουργείται ζήτημα γενικότερου ενδιαφέροντος και είναι αναγκαίο να παραπεμφθούν στην Πλήρη Ολομέλεια του Αρει0υ Πάγου ο πρώτος και ο δεύτερος λόγος της αναίρεσης κατά το μέρος τους, με το οποίο αποδίδεται στην αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση η πλημμέλεια από τον αριθμό 1 του άρθρου 559ΚΠολΔ . 

© INSURANCE EEA 2024. All rights Reserved.
Designed by RDC Informatics