- 09/06/2021
Αρειος Πάγος: Όποιος δεν έχει σε ισχύ άδεια οδήγησης δεν καλύπτεται ασφαλιστικά
του Στάθη Σταματελόπουλου Νομικού συνεργάτη του ΕΕΑ
Μία εξαιρετικά ενδιαφέρουσα απόφαση εξέδωσε ο Άρειος Πάγος, με την οποία εν πολλοίς ανατρέπεται η μέχρι σήμερα νομολογία των Δικαστηρίων της ουσίας, αναφορικά με την εξαίρεση από την ασφαλιστική κάλυψη των ζημιών, που προκάλεσε οδηγός, ο οποίος στερείται την προβλεπόμενη από το νόμο άδεια ικανότητας οδήγησης, ή η άδεια του οποίου έχει λήξει και δεν έχει ανανεωθεί κατά τον χρόνο πρόκλησης του ατυχήματος .
Ειδικότερα και σύμφωνα με αρκετές αποφάσεις δευτεροβαθμίων δικαστηρίων ουσίας που είχαν εκδοθεί κρίσιμο στοιχείο για την κάλυψη, ή την εξαίρεση από την ασφάλιση ζημιών, που προκλήθηκαν από οδηγό που στερούνταν την αναγκαία άδεια ικανότητας οδήγησης αποτελούσε η ύπαρξη αιτιώδους συνάφειας μεταξύ της έλλειψης της αναγκαίας άδειας και της πρόκλησης του ατυχήματος, δηλαδή κρίσιμο ερευνητέο από το δικαστήριο γεγονός, αποτελούσε, αν η έλλειψη άδειας οδήγησης ήταν αυτή που οδήγησε αιτιωδώς στην πρόκληση του ατυχήματος, ή αν παρά το γεγονός της έλλειψης άδειας ικανότητας οδήγησης μπορούσε να κριθεί ότι, ο υπαίτιος οδηγός ήταν ικανός να οδηγεί, οπότε και θα έπρεπε να καλυφθεί ασφαλιστικά .
Όμως με την ως άνω απόφαση του Αρείου Πάγου κρίθηκε τελικά ότι, η έλλειψη της απαιτούμενης από το νόμο άδειας οδήγησης, ή ακόμη και η κατοχή άδειας που έχει λήξει και δεν έχει ανανεωθεί κατά τον κρίσιμο χρόνο πρόκλησης του ατυχήματος αποτελεί περίσταση που επιτρέπει την εξαίρεση από την ασφαλιστική κάλυψη του υπαίτιου οδηγού, ανεξάρτητα από το γεγονός αν υπήρξε και αιτιώδης συνάφεια μεταξύ της σχετικής έλλειψης και της πρόκλησης του ατυχήματος .
Η ως άνω απόφαση, η οποία έκρινε επί αίτησης αναίρεσης την οποία άσκησε η εναγόμενη ασφαλιστική εταιρεία, καθώς το δευτεροβάθμιο δικαστήριο είχε δικαιώσει την ενάγουσα υπαίτια οδηγό ( δικαιούχο μικτής ασφάλισης) και είχε κάνει δεκτή την σχετική αγωγή της, διέλαβε στο σκεπτικό της τα εξής :
Με τη διάταξη του άρθρου 17 παρ. 1 εδ. γ’ του Ν. 3557/ 2007, η ισχύς του οποίου άρχισε από 14-5-2007, καταργήθηκε η Κ4/585/5-4-1978 απόφαση του Υπουργού Εμπορίου (Φ.Ε.Κ. 795, τ. Α.Ε. και Ε.Π.Ε.), ενώ με τη διάταξη του άρθρου 4 του ίδιου νόμου προστέθηκε το άρθρο 6β’ στο Π.Δ. 237/1986 (που κωδικοποίησε το Ν. 489/1976 “περί υποχρεωτικής ασφαλίσεως της εξ ατυχημάτων αυτοκινήτων αστικής ευθύνης”), το οποίο ορίζει ότι: 1. Εξαιρούνται από την ασφάλιση οι ζημίες που προκαλούνται: α) από οδηγό, ο οποίος στερείται της άδειας οδήγησης που προβλέπεται από το νόμο για την κατηγορία του αυτοκινήτου οχήματος που οδηγεί, β) από οδηγό, ο οποίος, κατά το χρόνο του ατυχήματος, τελούσε υπό την επίδραση οινοπνεύματος ή τοξικών ουσιών, κατά παράβαση του Κώδικα Οδικής Κυκλοφορίας (ν. 2696/1999, Φ.Ε.Κ. 57 Α’), όπως εκάστοτε ισχύει, εφόσον η εν λόγω παράβαση τελεί σε αιτιώδη συνάφεια με την πρόκληση του ατυχήματος…, γ) από αυτοκίνητο όχημα, του οποίου γίνεται διαφορετική χρήση από αυτή που καθορίζεται στο ασφαλιστήριο συμβόλαιο και στην άδεια κυκλοφορίας, εφόσον η χρήση αυτή τελεί σε αιτιώδη συνάφεια με την πρόκληση του ατυχήματος.
Οι προαναφερόμενες νομοθετικές ρυθμίσεις που απαρτίζουν, περιοριστικά πλέον, τους τρεις (3) λόγους εξαιρέσεως από την ασφάλιση, αποτελούν λόγους απαλλαγής του ασφαλιστή έναντι του ασφαλισμένου του, με την επισήμανση ότι, επιτρέπεται με τη σύμβαση ασφαλίσεως να ορίζονται, πέραν των περιπτώσεων αυτών, και άλλες περιπτώσεις εξαιρέσεως από την ασφαλιστική κάλυψη, εφόσον αυτές αφορούν μόνο προαιρετική ασφαλιστική κάλυψη (άρθρο 6β’ παρ. 2 του ίδιου Π.Δ/τος).
Από το συσχετισμό μεταξύ τους των τριών περιπτώσεων εξαιρέσεως σαφώς προκύπτει ότι, ο νόμος προβλέπει την ανάγκη συνδρομής αιτιώδους συνάφειας, ως μιας περαιτέρω προϋποθέσεως για τη συγκρότηση των λόγων εξαιρέσεως, μόνο στις περιπτώσεις β’ και γ’, όχι όμως και στην περίπτωση α’, δηλαδή στην πρόκληση ατυχήματος από οδηγό που στερείται άδειας ικανότητας οδηγήσεως για την κατηγορία του οχήματος που οδηγεί.
Ειδικότερα, από τη γραμματική διατύπωση των τριών περιπτώσεων εξαιρέσεως συνάγεται ότι, στην α’ περίπτωση δεν εξετάζεται και δεν ερευνάται κατά πόσο η έλλειψη άδειας ικανότητας οδηγού επηρέασε ή όχι την πρόκληση του ατυχήματος, αφού πρόκειται τυπικά για περίπτωση εξαιρέσεως από την ασφαλιστική κάλυψη, ενώ η ανάγκη συνδρομής της αιτιώδους συνάφειας ερευνάται μόνο στις δύο άλλες περιπτώσεις. Η διατύπωση αυτή στο νόμο, δηλαδή η μη αναφορά, σε αντίθεση με τις λοιπές δύο περιπτώσεις, της συνδέσεως της αιτιώδους συνάφειας της ελλείψεως άδειας οδηγήσεως με την πρόκληση του ατυχήματος, αποτελεί συνειδητή ρύθμιση του νομοθέτη, διαφοροποιημένη σε σχέση με τις δύο άλλες περιπτώσεις, και δεν πρόκειται για απλή παράλειψή του.
Ναι μεν η σύγχρονη ασφαλιστική επιστήμη, η θεωρία και η πάγια νομολογία (Α.Π.628/2019, Α.Π. 474/2017, Α.Π. 352/2017, Α.Π. 324/2016, Α.Π. 1068/2013, Α.Π. 1016/2013, Α.Π. 1451/2009, Α.Π. 1357/2008, Α.Π. 1517/2006) θεωρούσαν, μέχρι την κατάργηση της παραπάνω υπουργικής αποφάσεως, και τους λόγους αυτούς απαλλαγής ή εξαιρέσεως (που αποτελούσαν συμβατικές εξαιρέσεις της καλύψεως του ασφαλισμένου), ως καλυμμένα ασφαλιστικά βάρη (συμβατικά), δηλαδή, η απαλλαγή του ασφαλιστή, στην επίμαχη περίπτωση, δεν επερχόταν μόλις διαπιστωνόταν η έλλειψη άδειας οδηγήσεως στο πρόσωπο του οδηγού που είχε εμπλακεί στο ατύχημα, αλλά τούτο επερχόταν, εφόσον συνέτρεχε υπαιτιότητα και αιτιώδης συνάφεια μεταξύ της παραβάσεως του ασφαλιστικού βάρους, δηλαδή της έλλειψης άδειας ικανότητας οδηγήσεως, και του ατυχήματος, πλην, όμως, τούτο δεν σημαίνει ότι ο νομοθέτης είναι δεσμευμένος (νομοθετικά) να ακολουθήσει οπωσδήποτε την παραδοχή αυτή.
Αντίθετα, έχει την ευχέρεια να αποκλίνει, εφόσον, βέβαια, εκφράζεται σαφώς, όπως συμβαίνει στην κρινόμενη περίπτωση του εδαφίου α’ της παραγράφου 1 του άρθρου 6β’ του Π.Δ. 237/1986, στην οποία, σε αντίθεση με τις άλλες δύο ρυθμιζόμενες περιπτώσεις ασφαλιστικών βαρών, δεν θέτει ως προϋπόθεση του λόγου απαλλαγής, ή εξαιρέσεως του ασφαλιστή την αιτιώδη συνάφεια μεταξύ της πιο πάνω παραβάσεως και του ατυχήματος, χωρίς, περαιτέρω, να είναι υποχρεωμένος, όταν προβλέπει λόγους εξαιρέσεως για τη ρύθμιση κάποιου θέματος, να θέτει, είτε μόνο λόγους εξαιρέσεως, είτε μόνο καλυμμένα ασφαλιστικά βάρη, αλλά έχει τη δυνατότητα να κάνει συνδυασμό μεταξύ τους.
Συνεπώς, με βάση την προπαρατιθέμενη ρύθμιση του νόμου, δεν έχει νομική επιρροή ο ισχυρισμός του οδηγού που έχει εμπλακεί σε τροχαίο ατύχημα και δεν έχει άδεια ικανότητας οδηγήσεως, ότι γνωρίζει να οδηγεί, ή ότι λείπει αιτιώδης συνάφεια μεταξύ της ελλείψεως της άδειας αυτής και του ατυχήματος (Α.Π.628/2019, Α.Π. 450/2018, Α.Π. 474/2017, Α.Π. 71/2017, Α.Π. 324/ 2016). Έτσι, αν η απόφαση του δικαστηρίου της ουσίας απαιτήσει για την εφαρμογή της ανωτέρω διατάξεως και τη συνδρομή αιτιώδους συναφείας ενέχει παραβίαση αυτής, αφού ζήτησε περισσότερα στοιχεία από όσα αξιώνει ο νόμος (Α.Π. 71/2017).
Όλα όσα προαναφέρθηκαν έχουν νομική αξία στις σχέσεις ασφαλιστή και ασφαλισμένου στη λεγόμενη δίκη αναγωγής του πρώτου κατά του δεύτερου, κατά την οποία παρέχεται το δικαίωμα στον ασφαλιστή να εναγάγει τα αναφερόμενα στο άρθρο 11 παρ. 1 του Π.Δ. 237/1986 πρόσωπα και να ζητήσει απ’ αυτά ό,τι κατέβαλε, ή θα καταβάλει σε εκείνον που ζημιώθηκε από το τροχαίο ατύχημα (Α.Π. 474/2017). Για την ταυτότητα δε του νομικού λόγου, τα προαναφερόμενα έχουν νομική αξία και στις σχέσεις μεταξύ ασφαλισμένου και ασφαλιστή, δηλαδή, όταν ο ασφαλισμένος ενάγει τον ασφαλιστή, επικαλούμενος την επέλευση της ασφαλιστικής περιπτώσεις καλύψεως της ζημίας του από προαιρετικούς κινδύνους (μικτή ασφάλιση κ.λπ.).
Εξάλλου, κατά τις σχετικές διατάξεις του Ν. 2696/1999 (Κ.Ο.Κ.), όπως αυτές ίσχυαν κατά το χρόνο του ατυχήματος, που ενδιαφέρουν στην εξεταζόμενη υπόθεση, ορίζονται τα εξής: α) άρθρο 13 παρ. 2 εδάφ. α’: “Ο οδηγός επιβάλλεται να έχει την, κατά τις σχετικές διατάξεις, προβλεπόμενη άδεια οδήγησης και την αναγκαία σωματική και διανοητική ικανότητα και να βρίσκεται σε κατάλληλη κατάσταση για να οδηγεί, οφείλει δε κατά το χρόνο της οδήγησης να είναι σε θέση να ελέγχει το όχημά του…”, β) άρθρο 94 παρ. 3: “Απαγορεύεται η οδήγηση αυτοκινήτων ή μοτοσικλετών από πρόσωπα τα οποία δεν κατέχουν ισχύουσα ελληνική άδεια οδήγησης της κατάλληλης κατηγορίας ή υποκατηγορίας, σύμφωνα με όσα ορίζονται στις παραγράφους του παρόντος άρθρου”, ……….γ) άρθρο 95 παρ. 1, εδάφ. α’ – ε’: “Οι άδειες οδήγησης των κατηγοριών Α, Β και των υποκατηγοριών Α1 και Β1 ισχύουν χρονικά μέχρι να συμπληρώσουν οι κάτοχοί τους το εξηκοστό πέμπτο (65) έτος της ηλικίας τους. Οι άδειες οδήγησης των κατηγοριών Β+Ε, Γ, Γ+Ε, Δ, Δ+Ε και της κατηγορίας Β, όταν αυτή χρησιμοποιείται για την οδήγηση επιβατηγών αυτοκινήτων δημόσιας χρήσης, ισχύουν για πέντε (5) χρόνια από την ημερομηνία έκδοσης ή της προηγούμενης ανανέωσής τους. Με τη λήξη πενταετούς ισχύος των αδειών αυτών λήγει συγχρόνως και η ισχύς των αδειών οδήγησης των κατηγοριών Α, Β και των υποκατηγοριών Α1 και Β1 που είναι ενσωματωμένες στο έντυπο της άδειας οδήγησης. Μετά τη συμπλήρωση της ηλικίας των εξήντα πέντε (65) ετών οι άδειες οδήγησης ανανεώνονται κάθε τρία (3) χρόνια από την έκδοση ή την προηγούμενη ανανέωσή τους. Η ανανέωση των αδειών οδήγησης γίνεται μετά από ιατρική εξέταση”, ………και ε) άρθρο 95 παρ. 5: “Η άδεια οδήγησης επιτρέπεται να ανανεωθεί και μετά τη λήξη της ισχύος της, αν υπάρχουν οι νόμιμες, προς τούτο, προϋποθέσεις. Η άδεια οδήγησης θεωρείται ότι δεν ισχύει: α. αν έληξε ο χρόνος ισχύος της,………. (Α.Π. 628/2019, Α.Π. 474/2017, Α.Π. 958/2015, Α.Π. 1628/2013, Α.Π. 242/2011).
Από τις διατάξεις αυτές προκύπτει ότι, η ανανέωση της άδειας οδηγήσεως που έληξε, λόγω της συμπληρώσεως της ηλικίας των 65 ετών, δεν καλύπτει τον ενδιάμεσο χρόνο (από τη λήξη μέχρι την ανανέωση), κατά τον οποίο ο οδηγός, που στερείται της άδειας, προκάλεσε το τροχαίο ατύχημα (Α.Π.628/2019, Α.Π. 474/2017, Α.Π. 911/ 2002, πρβλ. Α.Π. 1628/2013, Α.Π. 859/2013, Α.Π. 242/2011).
Στην προκειμένη περίπτωση, το Μονομελές Πρωτοδικείο Θεσσαλονίκης, που δίκασε ως Εφετείο, με την προσβαλλομένη απόφασή του, αφού έκρινε ότι, η ένδικη αξίωση της υπαίτιας για την πρόκληση του ατυχήματος οδηγού (η οποία διέθετε μικτή ασφάλιση στο αυτοκίνητο της που υπέστη ζημίες) ερείδεται επί της Κ4/585/1978 αποφάσεως του Υπουργού Εμπορίου, δέχθηκε, ότι καίτοι στο σχετικό ασφαλιστήριο συμβόλαιο αναγράφεται στις γενικές εξαιρέσεις από την κάλυψη ασφάλισης και ο όρος ότι, δεν καλύπτεται ασφαλιστικά και η περίπτωση που αφορά την πρόκληση ατυχήματος από οδηγό που δεν έχει την, από το νόμο και για την κατηγορία του οχήματος που οδηγεί, προβλεπόμενη άδεια οδήγησης και παρά το γεγονός ότι, η άδεια οδήγησης της ενάγουσας οδηγού είχε λήξει κατά τον χρόνο του ατυχήματος και ανανεώθηκε λίγες ημέρες μετά, παρ’ όλα αυτά, ο όρος αυτός είναι ασαφής και θα πρέπει να ερμηνευθεί όπως απαιτεί η καλή πίστη και τα συναλλακτικά ήθη, και κατά συνέπεια έχει την έννοια ότι, για την καθιέρωση της πιο πάνω ρήτρας, οι συμβαλλόμενοι απέβλεψαν κυρίως στο γεγονός, αν ο οδηγός του ζημιογόνου αυτοκινήτου είχε την ικανότητα οδήγησης και όχι στην τυπική προϋπόθεση της ύπαρξης άδειας ικανότητας οδήγησης.
Έτσι κρίνοντας το δευτεροβάθμιο δικαστήριο δέχτηκε ότι, η ενάγουσα, η οποία, διέθετε επί σειρά ετών άδεια ικανότητας οδήγησης, η οποία είχε λήξει κατά τον χρόνο του ατυχήματος και ανανεώθηκε λίγες ημέρες μετά από αυτό, θεωρείται ότι είχε ικανότητα στην οδήγηση του ζημιογόνου αυτοκινήτου, στην οποία απέβλεπαν οι διάδικοι, με τον προαναφερόμενο όρο, λαμβανομένου υπόψη ότι, η παράταση αυτή δεν επέδρασε αιτιωδώς στο ζημιογόνο γεγονός. Δηλαδή, το δευτεροβάθμιο δικαστήριο δέχτηκε ότι, στην προκειμένη περίπτωση αποδείχθηκε ότι, η ενάγουσα δεν στερούνταν την άδεια οδήγησης αλλά ότι, απλά η άδεια δεν είχε ανανεωθεί τη δεδομένη στιγμή του ατυχήματος, χωρίς δόλο από την πλευρά της, αλλά παρ’ όλα αυτά συνεχίζει να είναι απολύτως ικανή προς οδήγηση, γεγονός που επιβεβαιώθηκε και από την υπηρεσία του Υπουργείου Συγκοινωνιών, που της χορήγησε, λίγες ημέρες μετά το ατύχημα, ανανέωση της άδειας για τρία χρόνια και κατόπιν αυτού δικαίωσε την υπαίτια οδηγό και για τον λόγο αυτό εξαφάνισε την πρωτόδικη απόφαση που είχε απορρίψει την αγωγή της οδηγού και έκανε δεκτή την έφεση της .
Όμως ο ΄Αρειος Πάγος δέχτηκε τελικά ότι, το Εφετείο παραβίασε κανόνα ουσιαστικού δικαίου, υπό την έννοια ότι, ενώ συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις εφαρμογής του, δεν εφάρμοσε αυτόν και συγκεκριμένα δεν εφάρμοσε τη διάταξη του άρθρου 6β παρ.1 α του Π.Δ/τος 237/1986, η οποία, κατά τα προεκτεθέντα, προστέθηκε με τη διάταξη του άρθρου 4 του ν. 3557/2007, η ισχύς του οποίου άρχισε στις 14.5.2007 και, συνεπώς, ίσχυε κατά το χρόνο του ενδίκου τροχαίου ατυχήματος, κατά την οποία εξαιρούνται από την ασφάλιση ζημίες που προκαλούνται από οδηγό ο οποίος στερείται άδειας οδηγήσεως, που προβλέπεται από το νόμο για την κατηγορία του αυτοκινήτου οχήματος που οδηγεί, για την εφαρμογή της οποίας δεν απαιτείται να υπάρχει αιτιώδης συνάφεια μεταξύ της ελλείψεως της κατά νόμο απαιτούμενης άδειας οδηγήσεως και της ζημίας, που προκαλεί ο οδηγός ασφαλισμένου οχήματος, αλλά αρκεί το γεγονός και μόνο ότι, αυτός δεν διαθέτει, κατά το χρόνο του ατυχήματος, την προβλεπόμενη από το νόμο και για την κατηγορία του οχήματος που οδηγεί άδεια ικανότητας οδηγού .
Κατόπιν αυτών, ο Άρειος Πάγος έκανε δεκτή την αίτηση αναίρεσης και παρέπεμψε την υπόθεση προς περαιτέρω εκδίκαση στο δικάσαν δευτεροβάθμιο δικαστήριο .