“Επωνυμία και διακριτικός τίτλος” – Τρόποι απόκτησης– Αποφυγή παραπλάνησης καταναλωτών – Προστασία δικαιούχου

Γράφει ο Στάθης Δημ. Σταματελόπουλος, Νομικός Συνεργάτης Ε.Ε.Α.


Τα πολύ σημαντικά και ενδιαφέροντα, τόσο για τις επιχειρήσεις, όσο και για τους καταναλωτές, ζητήματα, της έννοιας της επωνυμίας, του διακριτικού τίτλου και των λοιπών διακριτικών γνωρισμάτων, που οι επιχειρήσεις χρησιμοποιούν προς διάκριση των προϊόντων και των υπηρεσιών, που αυτές διαθέτουν στους καταναλωτές, αλλά και του τρόπου για την απόκτηση του διακριτικού τίτλου και τα προβλεπόμενα από το νόμο μέσα, για την προστασία του δικαιούχου κάθε διακριτικού γνωρίσματος, σε περίπτωση προσβολής του δικαιώματος αυτού και την δημιουργία κινδύνου σύγχυσης μεταξύ των καταναλωτών απασχόλησαν το Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών, το οποίο δικάζοντας, κατά την διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων, εξέδωσε την υπ. αριθμ. 5694/2010 απόφαση του, με την οποία απέρριψε αφενός μεν, ως ουσία αβάσιμη, αφετέρου δε, λόγω έλλειψης επείγοντος και επικειμένου κινδύνου, την αίτηση που άσκησε εταιρεία εισαγωγής και αποκλειστικής διανομής εμφιαλωμένων οίνων του εξωτερικού, κατά άλλης εταιρείας, επικαλούμενη κίνδυνο παραπλάνησης του καταναλωτικού κοινού από την χρήση ομοειδούς διακριτικού γνωρίσματος .

Ειδικότερα, η αιτούσα εταιρεία επικαλούμενη τον κίνδυνο παραπλάνησης και σύγχυσης του καταναλωτικού κοινού, από την ενέργεια της καθ’ ής εταιρείας, να επικολλήσει ετικέτα επί των πωλούμενων φιαλών οίνου, που εισήγαγε από έμπορο του εξωτερικού, με την οποία ουσιαστικά αντιποιούνταν το διακριτικό τίτλο και τα λοιπά διακριτικά γνωρίσματα του εν λόγω παραγωγού και του αντίστοιχου προϊόντος και ισχυριζόμενη ότι, η ενέργεια της καθ’ ης, αντίκειται στα χρηστά ήθη, και έγινε με σκοπό τον ανταγωνισμό, ήτοι την αθέμιτη απόσπαση πελατείας και ότι είναι δυνατόν να προκαλέσει σύγχυση στο καταναλωτικό κοινό, ως προς την προέλευση του οίνου, αποσκοπώντας εν τέλει στη μείωση της εμπιστοσύνης του καταναλωτικού κοινού στον παρασκευαστή οίκο του ως άνω οίνου, ζητούσε μεταξύ άλλων, να ληφθούν ασφαλιστικά μέτρα και ειδικότερα, να υποχρεωθεί προσωρινώς η καθ’ ης: να παύσει να ενεργεί άμεσα, ή έμμεσα οποιαδήποτε πράξη αθέμιτου ανταγωνισμού, καθώς και να παραλείπει κάθε όμοια ενέργεια στο μέλλον σε βάρος της αιτούσας, να παύσει να εμφανίζεται και να διαφημίζεται καθ’ οιονδήποτε τρόπο δημοσίως, ως εισαγωγέας, ή διανομέας, ή έστω πωλήτρια των προϊόντων του σχετικού οίκου, να αποσύρει όλες τις φιάλες οίνου, που έχουν παραποιηθεί και κυκλοφορήσει με πλαστή ετικέτα και να απειληθεί εις βάρος της καθ’ ης χρηματική ποινή ποσού 5.000 ευρώ, για κάθε περίπτωση μη συμμορφώσεως της προς τις ανωτέρω υποχρεώσεις της.

 

Εξετάζοντας την νομική και ουσιαστική βασιμότητα της εν λόγω αίτησης το ως άνω Δικαστήριο διέλαβε στο σκεπτικό του τα εξής :

 

Από τις διατάξεις του άρθρου 1 και 13 παρ. 1-3 του Ν. 146/1914 (περί αθεμίτου ανταγωνισμού), του άρθρου 4 παρ. 1, 2 και 3 και του άρθρου 8 εδ. α’ του Ν. 1089/1980 (περί εμπορικών, βιομηχανικών, επαγγελματικών και βιοτεχνικών επιμελητηρίων), του οποίου οι διατάξεις των άρθρων 4 έως 8 διατηρήθηκαν σε ισχύ με το άρθρο 7 παρ. 1 του Ν. 2081/1992 και μετά την κατάργηση τού νόμου (1089/1980) με το άρθρο 21 του Ν. 1746/1988 και σε συνδυασμό προς τις διατάξεις των άρθρων 57, 58 και 59 ΑΚ, που έχουν συμπληρωματική εφαρμογή λόγω και της ευθείας παραπομπής σ’ αυτές του άρθρου 8 εδ. α’ του Ν. 1089/1980, προκύπτουν τα ακόλουθα:

 

Η απαγορευτική ρήτρα του άρθρου 1 του Ν. 146/1914 προϋποθέτει για την εφαρμογή της, ανταγωνιστική συμπεριφορά αντικείμενη στα χρηστά ήθη και ανταγωνιστικό σκοπό, με την έννοια της πρόθεσης των άρθρων 914 και 919 ΑΚ, ενώ δεν απαιτεί και επιδίωξη βλάβης του ανταγωνιστή. Η ανταγωνιστική συμπεριφορά συνδέεται με επιχειρήσεις του ίδιου, ή συγγενικού οικονομικού κλάδου, με εναλλάξιμα προϊόντα, ή υπηρεσίες και με ταυτότητα του κύκλου αποδεκτών ή πελατών, ενώ κάθε ανταγωνιστικά πρόσφορη επιχειρηματική πράξη θεωρείται ότι ενέχει και ανταγωνιστική πρόθεση εκείνου που την επιχειρεί, δηλαδή ότι, γίνεται για την ενίσχυση της ανταγωνιστικής θέσης ταυ στην αγορά. Η εν λόγω ανταγωνιστική πράξη καθίσταται αθέμιτη και παράνομη, όταν αντίκειται στα χρηστά ήθη, με προσδιοριστικό κριτήριο τις ιδέες του μέσου κοινωνικού ανθρώπου του οικείου συναλλακτικού κύκλου, ο οποίος, κατά τη γενική αντίληψη, σκέπτεται και ενεργεί με φρόνηση και χρηστότητα.

 

Για την ύπαρξη αθέμιτου ανταγωνισμού, κατά την έννοια του άρθρου 13 παρ. 1 του Ν. 146/1914, με τη χρήση εμπορικής επωνυμίας, ή διακριτικού τίτλου που χρησιμοποιείται ήδη νόμιμα από άλλο φυσικό, ή νομικό πρόσωπο, απαιτείται και αρκεί να προκαλείται, με ή χωρίς σκοπό ανταγωνισμού, σχετικός κίνδυνος σύγχυσης, ο οποίος υπάρχει, όταν από την ομοιότητα των εν λόγω διακριτικών γνωρισμάτων είναι πιθανό να δημιουργηθεί σε ένα εμπορικά αξιόλογο μέρος του συναλλακτικού κοινού και ειδικότερα στον άπειρο μέσο καταναλωτή, η πλανημένη εντύπωση ότι, πρόκειται για την ίδια επιχείρηση, ή για διαφορετικές επιχειρήσεις, με οργανωτικό ή οικονομικό δεσμό, ή συνεργασία μεταξύ τους.

 

Κίνδυνος σύγχυσης δεν απαιτείται μόνο σε περίπτωση διακριτικού γνωρίσματος με εδραιωμένη φήμη για την ποιότητα των προϊόντων που εμπορεύεται, ή των υπηρεσιών που παρέχει η συγκεκριμένη επιχείρηση, οπότε η χρησιμοποίηση αυτού από άλλον, που εμπορεύεται τα ίδια προϊόντα ή τις ίδιες υπηρεσίες αλλά με κατώτερη ποιότητα, δημιουργεί κίνδυνο υπόσκαψης της φήμης του προϊόντος, ή της υπηρεσίας του δικαιούχου, γεγονός που καθιστά προστατευτέο το διακριτικό γνώρισμα φήμης και χωρίς την ανάγκη κινδύνου σύγχυσης.

 

Η εμπορική επωνυμία ανήκει στα διακριτικά γνωρίσματα του προσώπου, προσδιορίζει υποχρεωτικά στις συναλλαγές το φορέα της επιχείρησης (επιχειρηματία) και διαφοροποιείται, τόσο από το ιδιαίτερο διακριτικό γνώρισμα της επιχείρησης, ή του εμπορικού καταστήματος της (διακριτικό τίτλο), όσο και από τα διακριτικά γνωρίσματα των προϊόντων της επιχείρησης (σήμα και ιδιαίτερος σχηματισμός).

 

Το δικαίωμα στην εμπορική επωνυμία και στο διακριτικό τίτλο αποκτάται κατά το ουσιαστικό σύστημα με κριτήριο την αρχή της προτεραιότητας, ως προς την πραγματική χρησιμοποίηση τους στις συναλλαγές, η δε προβλεπόμενη καταχώρηση αυτών έχει μόνο δηλωτικό χαρακτήρα και στηρίζει μαχητό τεκμήριο ότι, εκείνος που προηγήθηκε χρονικά είναι ο πραγματικός δικαιούχος. Ειδικότερα, το δικαίωμα στο διακριτικό τίτλο αποκτάται με μόνη την πραγματική χρησιμοποίηση της σχετικής ένδειξης στις συναλλαγές, εάν αυτή διαθέτει διακριτική δύναμη, ενώ, αν η χρησιμοποιούμενη ένδειξη δεν διαθέτει τέτοια δύναμη, προσαπαιτείται αυτή να επικρατήσει στις συναλλαγές, ως διακριτικό γνώρισμα της επιχείρησης, με κριτήριο την αντίληψη και εκτίμηση ενός μη αμελητέου μέρους του οικείου συναλλακτικού κύκλου. Για την απόκτηση δικαιώματος στον διακριτικό τίτλο, κεντρική σημασία έχει καθ’ εαυτή η διακριτική δύναμη της ένδειξης, και ιδίως η πρωτοτυπία, ή η ονοματική ικανότητα αυτής, δηλαδή η ικανότητα της ένδειξης να αποτελέσει όνομα της επιχείρησης, ή του καταστήματος της.

 

Τα διακριτικά γνωρίσματα της επιχείρησης, ή καταστήματος αυτής προστατεύονται με το σκοπό να αποτρέπεται η εκμετάλλευση ξένης φήμης, αλλά και να προφυλάσσεται το καταναλωτικό κοινό από τον κίνδυνο σύγχυσης. Η ύπαρξη κίνδυνου σύγχυσης από τη χρήση εμπορικής επωνυμίας δεν προϋποθέτει οπωσδήποτε ότι, το αντικείμενο δραστηριότητας των δύο επιχειρήσεων συμπίπτει, ή είναι όμοιοι αφού αυτή αφορά τον φορέα της επιχείρησης και συνδέεται με τη φερεγγυότητα και την καλή συναλλακτική πίστη αυτού, ενώ δεν αποκλείεται η σύννομη χρήση ταυτόσημης επωνυμίας, εφόσον προστεθεί σ» αυτή διακριτικό στοιχείο, που την καθιστά ευδιάκριτη και αποτρέπει τη σύγχυση με τη χρονικά προγενέστερη.

 

Το δικαίωμα της εμπορικής επωνυμίας και του διακριτικού τίτλου είναι απόλυτο και κάθε προσβολή αυτού είναι παράνομη, εάν δεν συντρέχει λόγος που να αίρει τον παράνομο χαρακτήρα της. Η  προσβολή συντελείται, είτε με μόνη την αμφισβήτηση του δικαιώματος, είτε με τη χρήση της επωνυμίας, ή του διακριτικού τίτλου από άλλον. Ο δε παράνομος χαρακτήρας της προσβολής, κατά τη ρητή διατύπωση του άρθρου 13 του. Ν. 146/1914, έγκειται στη χρήση της επωνυμίας, ή του διακριτικού τίτλου με τρόπο, που μπορεί να προκαλέσει σύγχυση, ενώ, κατά την έννοια του άρθρου 58 ΑΚ, προκύπτει μετά από στάθμιση ορισμένων κρίσιμων στοιχείων, όπως η προτεραιότητα στη χρήση, ο τομέας συναλλαγών, όπου γίνεται η χρήση και ο κίνδυνος σύγχυσης που προκαλείται από τη χρήση.

 

Από τις προαναφερόμενες διατάξεις και εκείνες των άρθρων 297, 298, 914, 919 και 932 ΑΚ προκύπτει ότι, σε περίπτωση παράνομης προσβολής διακριτικού τίτλου, εμπορικής επωνυμίας, ιδιαίτερου διασχηματισμού, ή άλλου διακριτικού γνωρίσματος, ο φορέας αυτών έχει αξίωση για άρση της παράνομης προσβολής και για παράλειψη της στο μέλλον, ανεξάρτητα από υπαιτιότητα του προσβολέα, καθώς και για αποζημίωση και εύλογη χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης κατά τις διατάξεις των αδικοπραξιών και του άρθρου 59 ΑΚ, εφόσον συντρέχει και υπαιτιότητα του τελευταίου, εάν δηλαδή αυτός γνώριζε, ή όφειλε να γνωρίζει ότι, από την παράνομη ανταγωνιστική χρήση από τον ίδιο συγκεκριμένης ένδειξης ως διακριτικού γνωρίσματος, μπορούσε να προκληθεί σύγχυση με το διακριτικό γνώρισμα του δικαιούχου (βλ. ΟλΑΠ 2/2008 ΕΕμπΔ 2009.898, ΑΠ1223/2014 ΕΕμπΔ 2014.1028ΑΠ  1529/2008 ΕλλΔνη 2011.987, ΕφΑΘ -629/2016 ΔΕΕ 2017.200, ΕφΑΘ 6289/2012 ΔEE 2013.584, ΕφΑΘ 2561/2010 ΕλλΔνη 2011.823).

 

Εξάλλου, μέσα προστασίας σε περίπτωση παράβασης των ως άνω διατάξεων είναι η αξίωση για άρση της προσβολής και παράλειψη αυτής στο μέλλον, μπορεί δε, εφόσον συντρέχουν οι προϋποθέσεις να ζητηθεί και η λήψη ασφαλιστικών μέτρων κατά τις διατάξεις των άρθρων 682 επ. και 731 ΚΠολΔ, με την απειλή μάλιστα των έμμεσων ποινών εκτέλεσης του άρθρου 947 του ίδιου Κώδικα, ( χρηματική ποινή και προσωπική κράτηση σε περίπτωση παραβίασης του διατακτικού της απόφασης ), ενώ παράλληλα μπορεί να διαταχθεί η δημοσίευση του διατακτικού της απόφασης στον ημερήσιο τύπο με δαπάνες του παραβάτη, κατ’ άρθρο 22 του Ν. 146/1914 (ΜΠρΛαρ 550/2017, ΜΠρΛαρ 1156/2012 δημοσιευμένες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, «Αθέμιτος Ανταγωνισμός»Νικ. Ρόκα, έκδοση 1996, σελ.394 (Κουτσούκης) με τις εκεί παραπομπές στη νομολογία).

 

Στην προκείμενη περίπτωση, το Δικαστήριο πιθανολόγησε ότι, οι εργαζόμενοι στις αποθήκες της καθ’ ης, από προφανή παραδρομή επικόλλησαν στο οπίσθιο μέρος της φιάλης του κρασιού και κάτω από τα στοιχεία της παραγωγού εταιρείας, την επίδικη ετικέτα, η οποία όμως  προοριζόταν για άλλη ποιότητα κρασιού που είχαν εισαγάγει, ωστόσο, το ανωτέρω συμβάν δεν μπορούσε να δημιουργήσει σύγχυση στο καταναλωτικό κοινό, αφού οι πρωτότυπες ετικέτες που υπήρχαν στις επίδικες φιάλες του κρασιού ουδέποτε παραποιήθηκαν, καλύφθηκαν, ή εξαλείφθηκαν από τη φιάλη, και ανέφεραν τον οίκο εμφιαλώσεως και τα ορθά στοιχεία της εν λόγω ποιότητας κρασιού και έτσι το καταναλωτικό κοινό, στο οποίο απευθυνόταν το κρασί αυτό, μπορούσε να διακρίνει ακριβώς για ποιο κρασί πρόκειται και ποιος είναι ο οίκος εμφιάλωσης του.

 

Κατόπιν αυτών, το Δικαστήριο έκρινε ότι, η αίτηση πρέπει να απορριφθεί, αφενός μεν, ως ουσία αβάσιμη, αφετέρου δε, λόγω έλλειψης κατεπείγοντος και επικίνδυνου κινδύνου για τη λήψη ασφαλιστικών μέτρων

© INSURANCE EEA 2024. All rights Reserved.
Designed by RDC Informatics