Καταχρηστική η εξαίρεση κάλυψης ιδίων ζημιών σε οδηγό κάτω των 25 ετών με μικτή ασφάλιση

Γράφει ο Στάθης Δημ. Σταματελόπουλος, Νομικός Συνεργάτης Ε.Ε.Α. 

Με την υπ. αριθμ. 413/2019 απόφαση του το Δ΄ Πολιτικό Τμήμα του Αρείου Πάγου αποφάνθηκε επί αιτήσεως αναίρεσης, που άσκησε ασφαλιστική εταιρεία, ζητώντας την εξαφάνιση της απόφασης του Εφετείου, το οποίο δέχτηκε την έφεση του ενάγοντος ασφαλισμένου και επιδίκασε σε αυτόν αποζημίωση για ζημίες, που το αυτοκίνητο του υπέστη μετά από τροχαίο ατύχημα, για το οποίο αυτός ήταν υπαίτιος, απορρίπτοντας την προβληθείσα από την ασφαλιστική εταιρεία ένταση περί ύπαρξης όρου εξαίρεσης στην σχετική σύμβαση, που προέβλεπε την εξαίρεση από την κάλυψη ιδίων ζημιών, στην περίπτωση που ο συμβαλλόμενος οδηγός δεν είχε συμπληρώσει το 25ο έτος του, κατά τον χρόνο του ατυχήματος και ο οποίος όρος περιλαμβάνονταν, ως προδιατυπωμένος γενικός όρος των συναλλαγών στην επίδικη ασφαλιστική σύμβαση.

 

Ειδικότερα, ο Άρειος πάγος με την ως άνω απόφαση του απέρριψε την αίτηση αναίρεσης, δικαιώνοντας τον ασφαλισμένο, καθώς έκρινε σχετικά τα εξής:

Γενικοί όροι συναλλαγών (ΓΟΣ) είναι οι όροι, που έχουν διατυπωθεί  εκ των προτέρων και για απροσδιόριστο αριθμό μελλοντικών συμβάσεων. Ως ΓΟΣ νοούνται εκείνοι οι συμβατικοί όροι, που ένα από τα συμβαλλόμενα μέρη καθορίζει εκ των προτέρων, κατά τρόπο γενικό και ενιαίο, με σκοπό να αποτελέσουν το ομοιόμορφο περιεχόμενο ενεός αορίστου αριθμού συμβάσεων. Κύριο χαρακτηριστικό των ΓΟΣ είναι η μονομερής προδιατύπωση, με την έννοια ότι, ο αντισυμβαλλόμενος εκείνου που τις προδιατύπωσε δεν μετείχε στην διαμόρφωση τους. Αυτό το χαρακτηριστικό όμως δεν αρκεί. Απαιτείται περαιτέρω, να μην υφίσταται κατά την κατάρτιση της σύμβασης δυνατότητα ατομικής διαπραγμάτευσης, ως προς το περιεχόμενο των όρων. Αντίποδας αυτών (ΓΟΣ) είναι οι ειδικοί όροι, που συμφωνήθηκαν για τη συγκεκριμένη περίπτωση, ύστερα από διαπραγμάτευση, επί των οποίων δεν εφαρμόζονται οι προστατευτικές υπέρ του καταναλωτή διατάξεις.

Συνήθης είναι η χρήση των ΓΟΣ και στις ασφαλιστικές συμβάσεις του Ν.2496/1998, διότι περιέχουν ασφαλιστικούς όρους, γενικούς και ειδικούς, τους οποίους ο ασφαλιστής επαναλαμβάνει ομοιόμορφα στις συμβάσεις του και δεν διαπραγματεύεται το περιεχόμενο αυτών με κάθε λήπτη ασφάλισης, αλλά τους έχει ετοιμάσει εκ των προτέρων, έτσι ώστε, ο μέλλων να ασφαλιστεί, ή τους δέχεται όλους και προσχωρεί στη σύμβαση, ή δεν τους δέχεται και δεν συνάπτεται η σύμβαση. Ωστόσο, η ασφαλιστική σύμβαση περιέχει και όρους που έχουν συνταχθεί μετά από διαπραγμάτευση με το λήπτη. Τέτοιοι είναι οι όροι που συνιστούν τα εξατομικευμένα στοιχεία της σύμβασης, όπως είναι τα ασφαλιζόμενα πρόσωπα, οι κίνδυνοι που καλύπτονται, η περιουσία, ή το αντικείμενο που ασφαλίζεται και η χρηματική αξία αυτών, η διάρκεια της ασφάλισης, το ασφάλιστρο, ο χρόνος και ο τόπος έκδοσης του ασφαλιστηρίου, το τυχόν ασφαλιστικό ποσό, δηλαδή το ανώτατο όριο ευθύνης του ασφαλιστή και γενικά τα κατά το άρθρο 1 παρ. 2 του Ν.2496/1997 στοιχεία της ασφαλιστικής σύμβασης, όπως επιτάσσει το άρθρο 2 παρ. 2 και ό,τι άλλο επιπλέον στοιχείο απαιτεί η κάθε συγκεκριμένη περίπτωση, όπως τυχόν ποσό απαλλαγής του ασφαλιστή για ένα μέρος της κάθε ζημίας κ.λ.π.. Συνεπώς, οι όροι αυτοί, καλούμενοι και χειρόγραφοι περιέχουν μόνο την συγκεκριμένη κάλυψη που αγόρασε ο λήπτης και όχι τους γενικούς όρους, με τους οποίους ο ασφαλιστής παρέχει την κάλυψη ομοιόμορφα στους πελάτες του. Έτσι δεν τίθεται για αυτούς θέμα καταχρηστικότητας, κατά τους όρους και τις προϋποθέσεις του Ν.2251/1994 ( ΑΠ 788/2018 ) .

Κατά το άρθρο 2 παρ. 6 του Ν.2251/1994 περί προστασίας των καταναλωτών, όπως η παρ. 6 του άρθρου 2 αντικαταστάθηκε από το εδ. β της παρ. 24 του άρθρου 10 του Ν.2471/1999, με έναρξη ισχύος την 28/9/1999, γενικοί όροι των συναλλαγών, που έχουν ως αποτέλεσμα την σημαντική διατάραξη της ισορροπίας των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων των συμβαλλομένων, σε βάρος του καταναλωτή απαγορεύονται και είναι άκυροι. Ο καταχρηστικός χαρακτήρας γενικού όρου  ενσωματωμένου σε σύμβαση, κρίνεται, αφού ληφθούν υπόψη η φύση των αγαθών, ή υπηρεσιών, που αφορά η σύμβαση, ο σκοπός της, το σύνολο των ειδικών συνθηκών κατά τη σύναψη της και όλες οι υπόλοιπες ρήτρες της σύμβασης, ή άλλης σύμβασης από την οποία αυτή εξαρτάται. Κατά δε την παρ. 7 του άνω άρθρου καταχρηστικοί, κατά την ενδεικτική απαρίθμηση αυτής είναι οι γενικοί όροι των συναλλαγών, όταν εκτός των άλλων ……ιγ) αποκλείουν ή περιορίζουν υπέρμετρα την ευθύνη του προμηθευτή. Οι ενδεικτικά αναφερόμενοι στην ως άνω παράγραφο γενικοί όροι, θεωρούνται, άνευ ετέρου από το νόμο, ως καταχρηστικοί, χωρίς να χρειάζεται ως προς αυτούς και η συνδρομή των προϋποθέσεων της γενικής ρήτρας της παρ. 6 που άρθρου 2 του Ν.2251/1994. Κατά την έννοια δε των ανωτέρω διατάξεων, οι οποίες ως προς τον έλεγχο των ΓΟΣ αποτελούν εξειδίκευση του γενικού κανόνα του άρθρου 281ΑΚ με τα αναφερόμενα σε αυτές, κριτήρια, για την κρίση της ακυρότητας ή μη, ως καταχρηστικών των όρων αυτών, λαμβάνεται υπόψη κατά κύριο λόγο,  το συμφέρον του καταναλωτή, με συνεκτίμηση όμως της φύσης των αγαθών, ή υπηρεσιών που αφορά η σχετική σύμβαση, καθώς και του σκοπού αυτής, πάντοτε δε στα πλαίσια της επίτευξης  σχετικής ισορροπίας των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων των αντισυμβαλλομένων.

Ως μέτρο δε ελέγχου της διατάραξης της ισορροπίας αυτής, χρησιμεύει κάθε φορά το ενδοτικό δίκαιο, που ισχύει για την συγκεκριμένη σύμβαση. Τα συμφέροντα και ενδιαφέροντα, η διατάραξη της ισορροπίας των οποίων σε βάρος του καταναλωτή μπορεί να χαρακτηρίσει ένα ΓΟΣ άκυρο, ως καταχρηστικό, πρέπει να είναι ουσιώδη, η διατάραξη δε πρέπει να είναι ιδιαίτερα σημαντική και να χαρακτηρίζεται σύμφωνα με τις αρχές της καλής πίστης, ως υπέρμετρη .

Αυτή ταυτίζεται με κάθε απόκλιση από τις καθοδηγητικού χαρακτήρα διατάξεις του ενδοτικού δικαίου, ή από τις ρυθμίσεις εκείνες που είναι αναγκαίες για την επίτευξη του σκοπού και τη διατήρηση της φύσης της σύμβασης, με βάση το ενδιάμεσο πρότυπο του συνήθως απρόσεκτου μεν, ως προς την ενημέρωση του, αλλά διαθέτοντος την μέση αντίληψη, κατά τον σχηματισμό της δικαιοπρακτικής απόφασης, καταναλωτή του συγκεκριμένου είδους αγαθών ή υπηρεσιών. Προς τούτο λαμβάνονται υπόψη τα συμφέροντα και τα ενδιαφέροντα των συμβαλλομένων στη συγκεκριμένη σύμβαση μερών και εξετάζεται ποιο είναι το συμφέρον του μεν προμηθευτή, προς διατήρηση του συγκεκριμένου όρου που ελέγχεται, και ποιο εκείνο του καταναλωτή, προς κατάργηση του. Δηλαδή ερευνάται ποιες συνέπειες θα είχε η διατήρηση, ή η κατάργηση του όρου για κάθε πλευρά, πως θα μπορούσε κάθε μέρος να εμποδίσει την επέλευση του κινδύνου, που θέλει να αποτρέψει ο συγκεκριμένος ΓΟΣ και πως μπορεί κάθε μέρος να προστατευτεί από τις συνέπειες της επέλευσης του κινδύνου με δική του ενέργεια. Αν η προβλεπόμενη από τον κρινόμενο ΓΟΣ ρύθμιση είναι απλά μη συμφέρουσα για τον καταναλωτή και η εντεύθεν επιβάρυνση του δεν είναι ουσιώδης, ή αν η απόκλιση του γενικού αυτού όρου από νομοθετικές, ενδοτικού δικαίου, διατάξεις είναι τέτοια χωρίς να διαταράσσεται η καθοδηγητική λειτουργία του ενδοτικού δικαίου, τότε η διατάραξη της συμβατικής ισορροπίας δεν θεωρείται υπέρμετρη.

Για να ορισθεί ουσιώδης, ή σημαντική η διατάραξη της ισορροπίας αυτής θα πρέπει με την απόκλιση αυτή να αλλάζει την μορφή της συγκεκριμένης σύμβασης, που έχει διαμορφωθεί με βάση τους κανόνες το ενδοτικού δικαίου και να επέρχεται περιορισμός θεμελιωδών δικαιωμάτων του καταναλωτή, ή των υποχρεώσεων του προμηθευτή, κατά τέτοιο τρόπο ώστε, να επαπειλείται ματαίωση του σκοπού της σύμβασης .

Στην κρινόμενη υπόθεση ο ενάγων οδηγός και ασφαλισμένος είχε καταρτίσει με την εναγόμενη και ήδη αναιρεσείουσα ασφαλιστική εταιρεία σύμβαση μικτής ασφάλισης και κατά την διάρκεια αυτής έγινε αίτιος πρόκλησης ατυχήματος, από το οποίο το όχημα του υπέστη σημαντικές υλικές ζημίες, την αποκατάσταση των οποίων ζήτησε με αγωγή, που άσκησε σε βάρος της ασφαλιστικής εταιρείας. Η εναγομένη εταιρεία, προς απόκρουση της αγωγής, πρότεινε την ένσταση εξαίρεσης από την ασφαλιστική κάλυψη, στηριζόμενη σε σχετικό όρο της σύμβασης, σύμφωνα με τον οποίο, σε περίπτωση ατυχήματος επερχομένου, όταν το ασφαλιστέο όχημα οδηγείται από οδηγό, που δεν έχει συμπληρώσει το 25 ο έτος της ηλικίας του, όπως ήταν ο ενάγων οδηγός, η εταιρεία απαλλάσσεται από κάθε ευθύνη της για την καταβολή αποζημίωσης. Ο ενάγων προς απόκρουση της ένστασης αυτής πρότεινε την αντένσταση ακυρότητας, ως καταχρηστικού, του σχετικού όρου της σύμβασης, επικαλούμενος τις διατάξεις των άρθρων 281ΑΚ και 2 παρ. 1 και 6 του Ν.2251/1994 .

Το Εφετείο που δίκασε την έφεση του οδηγού (που πρωτόδικα ηττήθηκε) έκρινε ότι, ο ειδικός αυτός όρος εξαίρεσης, μολονότι παρεκκλίνει από την αίτηση για ασφάλιση, ουδέποτε αναπτύχθηκε ή επισημάνθηκε από την ασφαλιστική εταιρεία στον ενάγοντα, κατά την κατάρτιση της σύμβασης, ούτε και σημειώθηκε στην πρώτη σελίδα του ασφαλιστηρίου, με εντονότερα από τα λοιπά στοιχεία, ώστε να υποπίπτει εύκολα στην αντίληψη, όπως απαιτείται από την διάταξη του άρθρου 2 παρ. 5 του Ν.2496/1997 (περί Ασφαλιστικής σύμβασης κ.λ.π.). Αντίθετα, στο κάτω μέρος της πρώτης σελίδας του ασφαλιστηρίου, με πολύ μικρά γράμματα (ψιλά γράμματα), κατά πολύ μικρότερα από αυτά του υπολοίπου κειμένου της πρώτης σελίδας του ασφαλιστηρίου, αναγράφεται στο τελευταίο εδάφιο του 1ου όρου του ασφαλιστηρίου η φράση : Εφιστάται η προσοχή του λήπτη της ασφάλισης στους όρους αυτούς και ειδικότερα στις εξαιρέσεις από τις ασφαλιστικές καλύψεις .

Όμως ο ανωτέρω όρος εξαίρεσης της εναγομένης ασφαλιστικής εταιρείας από την ασφαλιστική κάλυψη, ως προπαρασκευαστικός έντυπος γενικός όρος συναλλαγών του ασφαλιστηρίου συμβολαίου, ήτοι όρος, που έχει διατυπωθεί εκ των προτέρων για απεριόριστο αριθμό μελλοντικών συμβάσεων, αφού ληφθούν υπόψη η φύση και ο σκοπός της εν λόγω ασφάλισης, καθώς και τα δικαιώματα και οι υποχρεώσεις του ασφαλισμένου και της ασφαλιστικής εταιρείας, σύμφωνα και με τις αρχές της καλής πίστης και των χρηστών συναλλακτικών ηθών, κρίνεται από το Δικαστήριο, κατά τις διατάξεις των άρθρων 281ΑΚ και 2 παρ. 1 και 6 του Ν.2251/1994, που ενσωμάτωσε την Οδηγία 93/13 του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου, σχετικά με τις καταχρηστικές ρήτρες των συμβάσεων με καταναλωτές, ότι είναι καταχρηστικός και επομένως άκυρος.

Είναι δε καταχρηστικός ο όρος αυτός, ως εξαίρεση της ασφαλιστικής κάλυψης, διότι ενώ περιορίζει θεμελιώδη δικαιώματα του ενάγοντος, που προκύπτουν από την φύση της άνω σύμβασης, και οδηγούν σε διακινδύνευση του κύριου σκοπού της, που ήταν η κάλυψη των ιδίων ζημιών του ασφαλισμένου οχήματος, δεν είχε γίνει ρητή επισήμανση αυτού του όρου, κατά την κατάρτιση της ένδικης σύμβασης και ο ενάγων τον εν λόγω όρο τον αγνοούσε, χωρίς υπαιτιότητα του, δεδομένου ότι, σύμφωνα με τα διδάγματα της κοινής πείρας και της κοινής λογικής, η οδήγηση ενός οχήματος της κατηγορίας του ασφαλισμένου ΙΧΕ αυτοκινήτου, κυβισμού 1.596 κ.ε. από άτομο άνω των 23 ετών, που ήταν ο ίδιος ο ασφαλισμένος, κατά τον χρόνο της κατάρτισης της επίδικης σύμβασης και των 24 πλέον ετών, κατά τον χρόνο της επέλευσης της ασφαλιστικής περίπτωσης, δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι, ενέχει σημαντική επίταση του ασφαλιστικού κινδύνου, τέτοια, που να θεμελιώνει την απαλλαγή της ασφαλιστικής εταιρείας από την ευθύνη της, για την ασφαλιστική κάλυψη του ασφαλισμένου οχήματος από τον κίνδυνο ιδίων ζημιών, λαμβανομένου υπόψη  και του ότι, η άδεια ικανότητας οδήγησης οχημάτων της κατηγορίας του ασφαλισμένου οχήματος μπορεί να αποκτηθεί από την ηλικία των 18 ετών, ο ίδιος δε ο ασφαλισμένος την είχε αποκτήσει σε ηλικία 19 ετών. Εξάλλου, μολονότι ήταν ο ίδιος ο ενάγων αντισυμβαλλόμενος της εναγομένης ασφαλιστικής εταιρείας και ότι, από τα προσκομισθέντα, κατά την κατάρτιση της σύμβασης δικαιολογητικά, μεταξύ των οποίων και η άδεια του ικανότητας οδήγησης, καθίστατο σαφές ότι, θα οδηγούσε ο ίδιος, ή και ο ίδιος το ασφαλισμένο όχημα ιδιοκτησίας του, δεν του επισημάνθηκε από τα αρμόδια όργανα της ασφαλιστικής εταιρείας η ως άνω εξαίρεση από την ασφαλιστική κάλυψη, κατά του κινδύνου των ιδίων ζημιών .

Επομένως, η διατήρηση του όρου σε ισχύ, θα είχε ως αποτέλεσμα την υπέρμετρη διατάραξη της ισορροπίας των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων του ενάγοντος και της εναγομένης ασφαλιστικής εταιρείας. Κατά συνέπεια η προβληθείσα από την εναγομένη εταιρεία ένταση εξαίρεσης από την ασφαλιστική κάλυψη, για το λόγο ότι ο ενάγων, κατά το χρόνο του επίδικου ατυχήματος, δεν είχε συμπληρώσει το 25ο έτος της ηλικίας του, πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμη, λόγω ακυρότητας του, ως καταχρηστικού, γενομένης δεκτής της αντένστασης του εναγομένου περί καταχρηστικότητας του ως άνω όρου, στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων 281ΑΚ και 2 παρ. 1 και 6 του Ν.2251/1994, περί προστασίας των καταναλωτών .

Κατόπιν αυτών ο Άρειος Πάγος απέρριψε την αναίρεση της ασφαλιστικής εταιρείας και ¨επικύρωσε ¨την απόφαση του Εφετείου, με την οποία επιδικάστηκε στον ασφαλισμένο οδηγό αποζημίωση για τις ζημίες που υπέστη το αυτοκίνητο του από το εν λόγω ατύχημα, με βάση τις διατάξεις της μεταξύ τους υφιστάμενης σύμβασης μικτής ασφάλισης .

© INSURANCE EEA 2024. All rights Reserved.
Designed by RDC Informatics