Πρωτοδικείο: ΠΑΡΑΓΡΑΦΗ ΤΗΣ ΑΝΑΓΩΓΙΚΗΣ ΑΞΙΩΣΗΣ ΤΟΥ ΑΣΦΑΛΙΣΤΗ ΚΑΤΑ ΤΟΥ ΑΣΦΑΛΙΣΜΕΝΟΥ ΟΤΑΝ ΥΠΑΡΧΕΙ ΕΞΑΙΡΕΣΗ ΑΠΌ ΤΗΝ ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΗ ΚΑΛΥΨΗ .

Γράφει ο Στάθης Δημ. Σταματελόπουλος

Νομικός Σύμβουλος Υ.Γ.Ε.ΜΗ. του Ε.Ε.Α

Με την υπ. αριθμ. 25/2022 απόφαση του, το Μονομελές Πρωτοδικείο Ηλείας δικάζοντας ως Εφετείο, έφεση κατά απόφασης του αρμοδίου Ειρηνοδικείου, απέρριψε την έφεση που άσκησε ο ασφαλισμένος κύριος ζημιογόνου οχήματος, το οποίο οδηγούμενο όχι από τον ίδιο, αλλά από την ανήλικη και στερούμενη άδειας ικανότητας οδηγού, κόρη του, προκάλεσε τροχαίο ατύχημα με υλικές ζημίες .

Η ασφαλιστική εταιρεία, ούσα υπόχρεη από την ασφαλιστική σύμβαση, αλλά και από το Ν.489/1976, που κωδικοποιήθηκε με το Π.Δ. 237/1986, όπως αυτό ισχύει μετά τις τροποποιήσεις του Ν.3557/2007, κατέβαλε μετά από εξώδικο συμβιβασμό στον ζημιωθέντα αποζημίωση και στην συνέχεια στράφηκε αναγωγικά κατά του αντισυμβαλλομένου της – ασφαλισμένου, αξιώνοντας με αγωγή την απόδοση σε αυτήν του ποσού της αποζημίωσης που κατέβαλε στον ζημιωθέντα, επικαλούμενη ρητό όρο εξαίρεσης από την ασφαλιστική κάλυψη, που διαλαμβάνονταν στην ασφαλιστική σύμβαση και αφορούσε την περίπτωση που το ασφαλισμένο όχημα οδηγούνταν από πρόσωπο που δεν διέθετε την από το νόμο απαιτούμενη άδεια ικανότητα οδήγησης .

Το πρωτοβάθμιο δικαστήριο έκανε δεκτή την αγωγή της ενάγουσας ασφαλιστικής εταιρείας και υποχρέωσε τον εναγόμενο ασφαλισμένο να καταβάλει στην ασφαλιστική εταιρεία το ποσό, που η ίδια είχε καταβάλλει στον ζημιωθέντα, απορρίπτοντας ένσταση του εναγόμενου ασφαλισμένου, περί παραγραφής της αναγωγικής αξίωσης της ασφαλιστικής εταιρείας, με την επίκληση της διάταξης του άρθρου 10 του Ν.2496/1997, που ορίζει ότι, “αξιώσεις που πηγάζουν από την ασφαλιστική σύμβαση παραγράφονται στις ασφαλίσεις ζημιών μετά από τέσσερα (4) χρόνια και στις ασφαλίσεις προσώπων μετά από πέντε (5) χρόνια από το τέλος του έτους μέσα στο οποίο γεννήθηκαν” καθώς ο εναγόμενος ισχυρίζονταν ότι, από τον χρόνο του επίδικου ατυχήματος είχαν παρέλθει περισσότερα από δέκα τουλάχιστον έτη .

Το δευτεροβάθμιο δικαστήριο κρίνοντας επί των λόγων της έφεσης δέχτηκε τα εξής :

Με τη διάταξη του άρθρου 17 παρ. 1 εδ. γ` του Ν. 3557/2007, η ισχύς του οποίου άρχισε από τις 14.5.2007, καταργήθηκε η Κ4/585/5.4.1978 απόφαση του Υπουργού Εμπορίου (ΦΕΚ 795 τ. ΑΕ και ΕΠΕ), ενώ με τη διάταξη του άρθρου 4 του ίδιου νόμου προστέθηκε το άρθρο 6β στο Π.Δ. 237/1986 (που κωδικοποίησε το Ν. 489/1976 “περί υποχρεωτικής ασφαλίσεως της εξ ατυχημάτων αυτοκινήτων αστικής ευθύνης”), το οποίο ορίζει ότι :

Εξαιρούνται από την ασφάλιση οι ζημίες που προκαλούνται : α) από οδηγό, ο οποίος στερείται της άδειας οδήγησης που προβλέπεται από το νόμο για την κατηγορία του αυτοκινήτου οχήματος που οδηγεί, β) από οδηγό, ο οποίος, κατά το χρόνο του ατυχήματος, τελούσε υπό την επίδραση οινοπνεύματος ή τοξικών ουσιών, κατά παράβαση του Κώδικα Οδικής Κυκλοφορίας (Ν. 2696/1999, ΦΕΚ 57 Α`), όπως εκάστοτε ισχύει, εφόσον η εν λόγω παράβαση τελεί σε αιτιώδη συνάφεια με την πρόκληση του ατυχήματος…, γ) από αυτοκίνητο όχημα, του οποίου γίνεται διαφορετική χρήση από αυτή που καθορίζεται στο ασφαλιστήριο συμβόλαιο και στην άδεια κυκλοφορίας, εφόσον η χρήση αυτή τελεί σε αιτιώδη συνάφεια με την πρόκληση του ατυχήματος.

Οι προαναφερόμενες νομοθετικές ρυθμίσεις που απαρτίζουν, περιοριστικά πλέον, τους τρεις (3) λόγους εξαίρεσης από την ασφάλιση, αποτελούν λόγους απαλλαγής του ασφαλιστή έναντι του ασφαλισμένου του, με την επισήμανση ότι, επιτρέπεται με τη σύμβαση ασφάλισης να ορίζονται, πέραν των περιπτώσεων αυτών, και άλλες περιπτώσεις εξαίρεσης από την ασφαλιστική κάλυψη, εφόσον αυτές αφορούν μόνο προαιρετική ασφαλιστική κάλυψη (άρθρο 6β παρ. 2 Π.Δ. 237/1986).

Από το συσχετισμό των τριών περιπτώσεων εξαίρεσης μεταξύ τους, σαφώς προκύπτει ότι, ο νόμος προβλέπει την ανάγκη συνδρομής αιτιώδους συνάφειας, ως μιας περαιτέρω προϋπόθεσης για τη συγκρότηση των λόγων εξαίρεσης, μόνο στις περιπτώσεις υπό στοιχεία (β`) και (γ`), όχι όμως και στην περίπτωση υπό στοιχείο (α`), δηλαδή στην πρόκληση ατυχήματος από οδηγό που στερείται άδειας ικανότητας οδήγησης για την κατηγορία του οχήματος που οδηγεί.

Ειδικότερα από τη γραμματική διατύπωση των τριών περιπτώσεων εξαίρεσης συνάγεται ότι, στην υπό στοιχείο (α`) περίπτωση δεν εξετάζεται και δεν ερευνάται, κατά πόσο η έλλειψη άδειας ικανότητας οδηγού επηρέασε, ή όχι, την πρόκληση του ατυχήματος, αφού πρόκειται τυπικά για περίπτωση εξαίρεσης από την ασφαλιστική κάλυψη, ενώ η ανάγκη συνδρομής της αιτιώδους συνάφειας ερευνάται μόνο στις δύο άλλες περιπτώσεις. Η διατύπωση αυτή στο νόμο, δηλαδή η μη αναφορά, σε αντίθεση με τις λοιπές δύο περιπτώσεις, της σύνδεσης της αιτιώδους συνάφειας της έλλειψης άδειας οδήγησης με την πρόκληση του ατυχήματος, αποτελεί συνειδητή ρύθμιση του νομοθέτη, διαφοροποιημένη σε σχέση με τις δύο άλλες περιπτώσεις, και δεν πρόκειται για απλή παράλειψή του.

Ναι μεν η σύγχρονη ασφαλιστική επιστήμη, η θεωρία και η πάγια νομολογία (ΑΠ 1068/2013, ΑΠ 1016/2013, ΑΠ 1451/2009, ΑΠ 1357/2008, ΑΠ 1517/2006) θεωρούσαν, μέχρι την κατάργηση της παραπάνω υπουργικής απόφασης, και τους λόγους αυτούς απαλλαγής, ή εξαίρεσης (που αποτελούσαν συμβατικές εξαιρέσεις της κάλυψης του ασφαλισμένου), ως καλυμμένα ασφαλιστικά βάρη (συμβατικά), δηλαδή η απαλλαγή του ασφαλιστή, στην επίμαχη περίπτωση, δεν επερχόταν μόλις διαπιστωνόταν η έλλειψη άδειας οδήγησης στο πρόσωπο του οδηγού που είχε εμπλακεί στο ατύχημα, αλλά τούτο επερχόταν, εφόσον συνέτρεχε υπαιτιότητα και αιτιώδης συνάφεια μεταξύ της παράβασης του ασφαλιστικού βάρους, δηλαδή της έλλειψης άδειας ικανότητας οδήγησης, και του ατυχήματος, πλην, όμως, τούτο δεν σημαίνει ότι, ο νομοθέτης είναι δεσμευμένος (νομοθετικά) να ακολουθήσει οπωσδήποτε την παραδοχή αυτή.

Αντίθετα, έχει την ευχέρεια να αποκλίνει, εφόσον, βέβαια, εκφράζεται σαφώς, όπως συμβαίνει στην περίπτωση του εδαφίου α` της παραγράφου 1 του άρθρου 6β του Π.Δ. 237/1986, στην οποία, σε αντίθεση με τις άλλες δύο ρυθμιζόμενες περιπτώσεις ασφαλιστικών βαρών, δεν θέτει ως προϋπόθεση του λόγου απαλλαγής, ή εξαίρεσης του ασφαλιστή την αιτιώδη συνάφεια μεταξύ της πιο πάνω παράβασης και του ατυχήματος, χωρίς περαιτέρω να είναι υποχρεωμένος, όταν προβλέπει λόγους εξαίρεσης για τη ρύθμιση κάποιου θέματος, να θέτει, είτε μόνο λόγους εξαίρεσης, είτε μόνο καλυμμένα ασφαλιστικά βάρη, αλλά έχει τη δυνατότητα να κάνει συνδυασμό μεταξύ τους.

Συνεπώς, με βάση την προπαρατιθέμενη ρύθμιση του νόμου, δεν έχει νομική επιρροή ο ισχυρισμός του οδηγού, που έχει εμπλακεί σε τροχαίο ατύχημα και δεν έχει άδεια ικανότητας οδήγησης, ότι γνωρίζει να οδηγεί, ή ότι λείπει η αιτιώδης συνάφεια μεταξύ της έλλειψης της άδειας αυτής και του ατυχήματος (ΑΠ 71/2017, ΑΠ 324/2016). Όλα όσα προαναφέρθηκαν έχουν νομική αξία στις σχέσεις ασφαλιστή και ασφαλισμένου στη λεγόμενη δίκη αναγωγής του πρώτου κατά του δεύτερου, κατά την οποία παρέχεται το δικαίωμα στον ασφαλιστή να εναγάγει τα αναφερόμενα στο άρθρο 11 παρ. 1 του Π.Δ. 237/1986 πρόσωπα και να ζητήσει απ` αυτά, ό,τι κατέβαλε, ή θα καταβάλει σε εκείνον που ζημιώθηκε από το τροχαίο ατύχημα (ΑΠ 379/2021, Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΝΟΜΟΣ,  ΑΠ 323/2020, Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 262/2019, Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ327/2021, Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΝΟΜΟΣ, ΕφΠατρ 217/2021, Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΝΟΜΟΣ).

 

Από τις ανωτέρω διατάξεις προκύπτει ότι, όταν υπάρχει λόγος απαλλαγής του ασφαλιστή έναντι του ασφαλισμένου, ο πρώτος [ασφαλιστής] δύναται να μετακυλήσει στον δεύτερο [ασφαλισμένο] τη ζημία του τρίτου, αφού ικανοποιηθεί ο τελευταίος. Δηλαδή έναντι του τρίτου δεν απαλλάσσεται ο ασφαλιστής και υπεισέρχεται στη θέση του ο ασφαλισμένος, ο οποίος κατά κανόνα ήδη ευθύνεται από την αδικοπραξία σε βάρος τρίτου. Η μετακύλιση αυτή επιδιώκεται μέσω της αναγωγής. Το δικαίωμα αναγωγής του ασφαλιστή κατά του ασφαλισμένου στηρίζεται στην αναγκαστικού δικαίου διάταξη του άρθρου 11 παρ.1 του Ν. 489/1976, που αποκλείει στον ασφαλιστή να επικαλεσθεί την ασφαλιστική σύμβαση, προκειμένου να αρνηθεί την ασφαλιστική κάλυψη και συγκεκριμένα προκειμένου να αντιτάξει κατά του ζημιωθέντος τρίτου ένσταση εξαίρεσης από την ασφαλιστική κάλυψη της ασφαλιστικής περίπτωσης που προήλθε κατόπιν παραβίασης ασφαλιστικού βάρους εκ μέρους του αδικοπραγήσαντος ασφαλισμένου του, του επιβάλλει την καταβολή του ασφαλίσματος και την αποκατάσταση της ζημίας, παρά την εξαίρεση από την ασφαλιστική κάλυψη, και ταυτόχρονα η ιδία αυτή διάταξη επιφυλάσσει στον ασφαλιστή δικαίωμα άσκησης αναγωγής.

Η αναγωγή αποτελεί ιδιαίτερη και αυτοτελή αξίωση, που παράγεται απευθείας από το νόμο (άρθρο 11 παρ. 1 του Ν.489/1976) και όχι από την αδικοπραξία, ή την σύμβαση. Παθητικά υποκείμενα του δικαιώματος αναγωγής του ασφαλιστή, όταν συντρέχει περίπτωση αποκλεισμού της ευθύνης του τελευταίου, είναι ο υπαίτιος οδηγός, ο αντισυμβαλλόμενος, ανεξάρτητα εάν έχει ή όχι παράλληλα και την ιδιότητα του ασφαλισμένου, δηλαδή του κυρίου, κατόχου, ή οδηγού του ζημιογόνου αυτοκινήτου, και ο ασφαλισμένος, δηλαδή ο κύριος, ή κάτοχος του αυτοκινήτου, έστω και εάν δεν οδηγεί το ασφαλισμένο αυτοκίνητο.

Οι ως άνω περιπτώσεις αποκλεισμού της ευθύνης του ασφαλιστή και εξαίρεσης αυτού από την ασφαλιστική κάλυψη αποτελούν στην πραγματικότητα καλυμμένο ασφαλιστικό βάρος, το οποίο απευθύνεται και αφορά κάθε ασφαλιζόμενο πρόσωπο, δηλαδή όχι μόνο τον οδηγό, αλλά και τον ιδιοκτήτη ή κάτοχο του οχήματος, όταν οι τελευταίοι είναι πρόσωπα διαφορετικά από τον οδηγό, των περισσότερων υπόχρεων ευθυνόμενων εις ολόκληρον, το δε δεδικασμένο της δίκης μεταξύ ασφαλιστή και ζημιωθέντος τρίτου δεν επιδρά στη δίκη μεταξύ ασφαλιστή και ασφαλισμένου. Το δικαίωμα αναγωγής του ασφαλιστή κατά του ασφαλισμένου, το οποίο κατά τα προαναφερόμενα στηρίζεται στην αναγκαστικού δικαίου διάταξη του άρθρου 11 παρ.1 του Ν.489/1976, υπόκειται στη συνήθη εικοσαετή παραγραφή του άρθρου 249 ΑΚ, που προβλέπει ότι “Εφόσον δεν ορίζεται διαφορετικά, οι αξιώσεις παραγράφονται σε είκοσι χρόνια”, διότι δεν υπάρχει διάταξη που να προβλέπει συντομότερη παραγραφή του δικαιώματος αυτού.

Η παραγραφή του άρθρου 10 του Ν.2496/1997, που ορίζει ότι “αξιώσεις που πηγάζουν από την ασφαλιστική σύμβαση παραγράφονται στις ασφαλίσεις ζημιών μετά από τέσσερα (4) χρόνια και στις ασφαλίσεις προσώπων μετά από πέντε (5) χρόνια από το τέλος του έτους μέσα στο οποίο γεννήθηκαν”, αφορά τις απαιτήσεις και αξιώσεις του ασφαλιστή και του ασφαλισμένου που ιδρύονται από την ασφαλιστική σύμβαση και όχι από το νόμο, όπως π.χ. η αξίωση του ασφαλιστή προς καταβολή του συμφωνηθέντος ασφαλίστρου.

Και ναι μεν οι περί παραγραφής διατάξεις του άρθρου 10 του Ν.2496/1997 τυγχάνουν εφαρμογής στις διατάξεις περί υποχρεωτικής ασφάλισης του άρθρου 26 του Ν.2496/1997, πλην όμως, δεν τυγχάνουν εφαρμογής στις διατάξεις του Ν.489/1976, και συνεπώς ούτε στην περί αναγωγής ασφάλιση του άρθρου 11 παρ.1 του Ν.489/1976, δεδομένου ότι, οι διατάξεις του άρθρου 26 του Ν.2496/1997, κατά ρητή επιταγή της διατάξεως της παραγράφου 6 του ιδίου άρθρου του νόμου αυτού, δεν εφαρμόζονται στην υποχρεωτική ασφάλιση ευθύνης από ατυχήματα αυτοκινήτων (ΑΠ 86/2019, Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΝΟΜΟΣ).

Κατόπιν τούτων, το δικάσαν ως Εφετείο, Μονομελές Πρωτοδικείο Ηλείας, απέρριψε την έφεση του ασφαλισμένου και ειδικότερα τον λόγο αυτής, που αφορούσε στην παραγραφή της αναγωγικής αξίωσης της ασφαλιστικής εταιρείας κατά του ασφαλισμένου .  

 

© INSURANCE EEA 2024. All rights Reserved.
Designed by RDC Informatics