Το βιβλίο του Κ. Μπερτσιά – “Θαμμένα όνειρα, ζωντανές αναμνήσεις” – ένα μοναδικό βιωματικό αφήγημα

του Γιάννη Βερμισσώ

Στην ανάμνηση μιας πολλαπλής “θυσίας”, γράφτηκε το βιβλίο του Κώστα Μπερτσιά που έχει τίτλο “Θαμμένα όνειρα ζωντανές αναμνήσεις ” -εκδόσεις “Οροπέδιο”-

Της θυσίας .. των νοικοκυριών, των περιουσιών, των συναισθημάτων, των ανθρώπων που “ξεπατρίστηκαν”, των ονείρων, των παιδικών εικόνων,  των στιγμών χαράς και μόχθου, αλλά και των άλλων ψυχών που χάθηκαν από την καταστροφή της πανίδας, προκειμένου εδαφικές εκτάσεις να μετατραπούν σε τεχνητή λίμνη στον ποταμό Μόρνο,

Ο συγγραφέας διακεκριμένο στέλεχος της ασφαλιστικής αγοράς προχώρησε στην αποτύπωση των αναμνήσεων μιας περασμένης πραγματικότητας, που ίσως σβήνει, δεν επαναλαμβάνεται, όμως έχει μείνει αξέχαστη σε όσους την έζησαν με παρόμοιο τρόπο.

Στα 18 σπονδυλωτά διηγήματα που περιέχονται στο βιβλίο, ο συγγραφέας αποτυπώνει με την δική του συναισθηματική ματιά, τον καημό, το ξερίζωμα, τον αφανισμό, την απώλεια, αυτή,  που βιώνει ο άνθρωπος στιγμιαία  ή διαχρονικά,  και την οποία “αγκαλιάζει” και συνεχίζει.

Ξεδιπλώνει μια ζωή που μαθαίνεται βήμα βήμα, που ανακαλύπτει τα πάντα έχοντας έτοιμα μόνο τα βασικά. Οι ιστορίες, γρήγορες με παλμό, με χρώματα, ήχους, σιωπές..

Με γρήγορες εναλλαγές, το βιβλίο περνά στην αφήγηση ιστοριών της καθημερινότητας  η οποία έτρεχε ασταμάτητα με γεγονότα, μικρά και μεγάλα.

Εκπλήξεις, αναπάντεχα, ονόματα, στιγμές, περιπέτειες, παιδικά, εφηβικά και ενήλικα χρόνια, φυσιογνωμίες, χαρακτήρες, γραφικές φιγούρες, εργασία, παιχνίδια, χαρές και λύπες δίνονται “ζωντανά”, σαν τώρα.

Με μοναδικό γλαφυρό τρόπο, το βιβλίο αναδεικνύει την αλλοτινή, απέριττη καθημερινότητα που περιβαλλόταν από ένα ανεκπαίδευτο  σεβασμό, μια βιωματική συνέπεια, μια αυτοκαλλιεργούμενη υποχρέωση, μια ισχυρή λειτουργία του ενστίκτου επιβίωσης. Και ταυτόχρονα αποτυπώνει  όλα  εκείνα τα στοιχεία της  τότε καθημερινής ευχαρίστησης και πληρότητας  των ανθρώπων για την ζωή και την συνέχισή της με αξία, χωρίς ευτελισμό,  χωρίς δισταγμό.

Χωρίς ματαιότητες  και αδιέξοδα οι  ιστορίες του Κώστα Μπερτσιά δείχνουν την αγαστή συμπόρευση με τα “όσα φέρνει ο χρόνος και η ώρα” και την αποδοχή κάθε αιφνίδιας ή αναμενόμενης “έλλειψης”.

Οι ήρωες του Κώστα Μπερτσιά πραγματικοί και αυθεντικοί.

Όλοι τους κάθε ηλικίας, συστρατευμένοι  στην ίδια προσπάθεια εξέλιξης, με άσβεστη διάθεση απόλαυσης κάθε στιγμής,  μέσα από αντιξοότητες, εμπόδια, ανατροπές, αιφνιδιασμούς.

Στις ιστορίες ανθρώπων, οικογενειών, γειτόνων, πολιτικών γεγονότων, αναπάντεχων καταστροφών ο αναγνώστης ζει και νιώθει.

Βλέπει εικόνες, αισθάνεται, αντιλαμβάνεται βαθιές σκέψεις , μαθαίνει για την αόρατη λειτουργία και πέρασμα από γενιά σε γενιά άγραφων διδαχών σεβασμού και πολιτισμού. Οι ιστορίες αποκαλύπτουν την αντικειμενική διάσταση της πραγματικότητας, τον  κυνισμό της επιβίωσης, τη σιωπηλή αποδοχή “όσων έρχονται και όσων πάνε”.

Τα “θαμμένα Όνειρα”  είναι γραμμένα σε ένα μοτίβο το οποίο: Διδάσκει την ταπεινότητα απέναντι στο μεγαλείο της ζωής.  Διδάσκει τους κανόνες επιβίωσης. Διδάσκει τον σεβασμό στο “παλιό”, το παρελθόν. Διδάσκει την συνέχεια…

Σημείο καθοριστικό και ” σκηνικό”  των διηγημάτων ο τόπος που στη δεκαετία του ’70, “θυσιάστηκε” και άλλαξε μορφή στο χάρτη  από τον χάρτη  για να δοθεί ζωή στο άστυ -την Αθήνα- και να σωθεί από την λειψυδρία.

Προ-Κείμενο του Βιβλίου

Είχα την τύχη να γεννηθώ και να ζήσω μέχρι τα δεκαοχτώ μου σε μια όμορφη κοιλάδα, που τη διέσχιζε και την τροφοδοτούσε ένα ποτάμι με πλούσια και γάργαρα νερά, ο Μόρνος ποταμός.

Τα νερά του Μόρνου προτίμησε να «απαλλοτριώσει» η υδροκέφαλη πρωτεύουσά μας, η Αθήνα, και με τη δημιουργία μιας τεχνητής λίμνης να τα μεταφέρει στα υδραγωγεία της για να ξεδιψάσει τα εκατομμύρια των ανθρώπων, που η κοντόφθαλμη πολιτική του ελληνικού κράτους συγκέντρωσε σε αυτή τη γωνιά της αττικής γης.

Με αναγκαστικές απαλλοτριώσεις εκδιώχθηκαν από τη γη τους οι κάτοικοι, διαλύθηκαν χωριά με πολύχρονη ιστορία, διερράγησαν οικογενειακή δεσμοί, καταστράφηκε μια ολόκληρη περιοχή με αξιόλογα ιστορικά μνημεία, αλλοιώθηκε το ευρύτερο περιβάλλον και, γενικά, εξαφανίστηκε το αποτύπωμα χιλιάδων ανθρώπων που πέρασαν και έζησαν σε αυτόν τον τόπο. Κι όλα αυτά, έγιναν με πρόσχημα το κοινό καλό και το ευρύτερο δημόσιο συμφέρον.

Πρέπει να ήταν καμιά σαρανταριά χρόνια πριν όταν, ένα αυγουστιάτικο απόγευμα, αγναντεύοντας τη λίμνη από ψηλά, άρχισαν να περνούν από το μυαλό μου διάφορες ιδέες, σαν τις πιο πάνω.

Μπορεί και να οφειλόταν στη νοσταλγία που κατά καιρούς με καταλάμβανε. Ο Γιώργος Σεφέρης, αυτό το συναίσθημα το είχε συμπυκνώσει εύστοχα με τις πιο κάτω λιγοστές λέξεις: «Να νοσταλγείς τον τόπο σου ζώντας στον τόπο σου, τίποτα δεν είναι πιο πικρό».

Αναρωτιόμουν αν μπορούσα να ανακαλέσω στη μνήμη μου την εικόνα του τοπίου, που είναι τώρα σκεπασμένο από τα εκατομμύρια κυβικά μέτρα νερού, να τη βάλω δίπλα στην τρέχουσα εικόνα και να κάνω τη σύγκριση. Ποια είναι πιο όμορφη, η παλιά ή η καινούργια; Ποια όμως θα είναι τα κριτήρια επιλογής; Πώς μπορούν αυτές οι εικόνες να μπουν δίπλα-δίπλα και να συγκριθούν, όταν μάλιστα η μία υπάρχει μόνο σαν μνήμη, καταχωνιασμένη κάπου στο μυαλό απ’ όπου πρέπει να αναδυθεί; Πόσο ζωντανή θα μπορούσε να είναι για να σταθεί ισάξια δίπλα σε αυτό που τα μάτια μου βλέπουν άμεσα τώρα; Έτσι άρχισε η άσκηση. Η ανάσυρση τελικά ήταν πιο εύκολη απ’ όσο νόμιζα. Κάποιες φορές η μνήμη εξαφάνιζε τα νερά, που λειτουργούσαν σαν κουρτίνα, και αντίκριζα εκεί μπροστά μου ολοζώντανη την κοιλάδα σε όλο της το πλάτος και το μήκος. Σαν μηχανή του χρόνου λειτουργούσε ο νους μου και κατάφερνε να βλέπει ακόμη και τους ανθρώ-πους του κάμπου ολοζώντανους στις καθημερινές τους δραστηριότητες.

Αυτή η νοητική άσκηση έδωσε τα πρώτα σπέρματα για τη συγγραφή αυτού του βιβλίου.

Όλο αυτό το διάστημα, που αγωνιζόμουν να βρω τις κατάλληλες λέξεις και τον πρέποντα αφηγηματικό βηματισμό για τη συγγραφή των δεκαοχτώ διηγημάτων αυτού του βιβλίου, ένα μεγάλο ερώτημα μονίμως ερχόταν μπροστά μου:

Έχουμε άραγε ως άνθρωποι, και μάλιστα περαστικοί από αυτόν τον κόσμο, το ηθικό δικαίωμα να καταστρέφουμε τη φύση και το περιβάλλον που μας φιλοξενεί, επικαλούμενοι διάφορες βαρύγδουπες έννοιες, όπως «κοινό καλό», «δημόσιο συμφέρον», «οικονομική ανάπτυξη» ή κάποιες λιγότερο «ενοχοποιητικές», όπως «πράσινη» ή «αειφόρος ανάπτυξη», χωρίς να ορίζουμε επακριβώς τη σημασία τους;

Εάν ως χώρα είχαμε ακολουθήσει ένα διαφορετικό μοντέλο ανάπτυξης, δεν θα συγκεντρωνόταν ο μισός πληθυσμός της Ελλάδας στην Αττική και τότε σίγουρα δεν θα υπήρχε ανάγκη να καταστραφεί η ορεινή Δωρίδα με την τεχνητή λίμνη του Μόρνου.

Εάν γινόταν σωστή μελέτη, που θα ελάμβανε υπόψη την επαπειλούμενη αισθητική υποβάθμιση των περιοχών τοποθέτησης των αιολικών και ηλιακών πάρκων, δεν θα είχαμε αυτά τα εκτρώματα που αντικρίζουμε σήμερα στα πάλαι ποτέ πανέμορφα βουνά μας.

Εάν οι περιβαλλοντικές μελέτες που γίνονται για κάθε είδους μεγάλα και μικρά έργα εστίαζαν περισσότερο στις αισθητικές συνέπειες, αλλά και στην ιστορική κουλτούρα που κουβαλά κάθε τόπος που θα επηρεαστεί από τη δημιουργία αυτών των έργων, τότε θα ήμασταν μια χώρα που θα απεδείκνυε έμπρακτο σεβασμό για το ένδοξο παρελθόν της και σοβαρή μέριμνα για τις μελλοντικές γενιές από τις οποίες δανείζεται πόρους για την επιβίωσή της.

Πιστεύω πως η ανάγνωση αυτού του βιβλίου θα ενισχύει και τη δική σας πεποίθηση, ότι ο άνθρωπος δεν θα πρέπει να λειτουργεί ως κυρίαρχος του πλανήτη, αλλά ως συνδετικός κρίκος για την αρμονική συνύπαρξη έμψυχου και άψυχου κόσμου. Δεν είμαστε νοικοκύρηδες σε αυτόν τον πλανήτη, μόνο νοικάρηδες.

Κωνσταντίνος Γεωργίου Μπερτσιάς – Ιούνιος 2021

© INSURANCE EEA 2024. All rights Reserved.
Designed by RDC Informatics