Τι ισχύει για την καταγγελία της σύμβασης εργασίας στην εποχή του κορονοϊού

Η ΚΑΤΑΓΓΕΛΙΑ ΤΗΣ ΣΥΜΒΑΣΗΣ ΕΡΓΑΣΙΑΣ ΣΤΗΝ ΕΠΟΧΗ ΤΟΥ ΚΟΡΟΝΟΪΟΥ:

ΜΙΑ ΣΥΝΟΛΙΚΗ ΕΠΙΣΚΟΠΗΣΗ

της Σουζάνας Κλημεντίδη, Νομικού Συνεργάτη

του Επαγγελματικού Επιμελητηρίου Αθηνών  και της Σταυρούλας Πάλλη δικηγόρου

Ενόψει του φαινομένου της διάδοσης του κορωνοϊού στη χώρα μας, εργοδότες και εργαζόμενοι καλούνται να συμβαδίσουν με τη νέα πραγματικότητα, με σκοπό τη διασφάλιση της ομαλούς λειτουργίας της αγοράς εργασίας. Ένας από τους βασικούς άξονες των έκτακτων μέτρων για την αντιμετώπιση των δυσμενών συνεπειών, που σχετίζονται με τον κορωνοϊό COVID-19, είναι η διατήρηση των θέσεων εργασίας. Μάλιστα, όλα τα ευνοϊκά μέτρα στήριξης για τις επιχειρήσεις, συνδέονται άρρηκτα με τη ρήτρα διατήρησης των θέσεων εργασίας. Στο πλαίσιο όμως αυτό, δημιουργούνται τα ερωτήματα εάν και μέχρι πότε μπορούν να λάβουν χώρα απολύσεις των εργαζομένων.

Όπως έγινε εξαρχής σαφές, οι επιχειρηματίες δεν πρέπει αναίτια και αδικαιολόγητα να προχωρούν σε απολύσεις και να εκδηλώνουν καταχρηστικές συμπεριφορές. Με γνώμονα, λοιπόν, τη συγκράτηση των απολύσεων και των ενδεχόμενων καταχρηστικών πρακτικών, θεσπίστηκε ως γενικός κανόνας η απαγόρευση  των εργοδοτών να προβαίνουν σε καταγγελίες των συμβάσεων εργασίας, ενώ σε αντίθετη περίπτωση, τέτοιες καταγγελίες θεωρούνται άκυρες.

Πιο συγκεκριμένα, για τις επιχειρήσεις-εργοδότες που έχουν αναστείλει την επιχειρηματική τους δραστηριότητα κατόπιν εντολής δημόσιας αρχής, υφίσταται ρητή απαγόρευση να προβούν σε μειώσεις προσωπικού με καταγγελία συμβάσεων εργασίας. Χρονική διάρκεια της απαγόρευσης αυτής, η οποία άρχεται από 18.03.2020, είναι η διάρκεια ισχύος της εντολής της δημόσιας αρχής περί απαγόρευσης της επιχειρηματικής δραστηριότητας. Στην περίπτωση αυτή, οι εργαζόμενοι τελούν σε καθεστώς αναστολής των συμβάσεων εργασίας τους. Τούτο σημαίνει ότι, δεν οφείλουν να παρέχουν την εργασία τους και οι επιχειρήσεις-εργοδότες δεν οφείλουν αποδοχές, λόγω του ότι η απαγόρευση λειτουργίας της επιχειρηματικής τους δραστηριότητας, με εντολή δημόσιας αρχής, συνιστά γεγονός ανωτέρας βίας.

Παρόμοια απαγόρευση καταγγελίας της σύμβασης εργασίας, ισχύει και για τις επιχειρήσεις-εργοδότες που πλήττονται βάσει ΚΑΔ από τις δυσμενείς συνέπειες της πανδημίας και επιλέγουν να κάνουν χρήση του έκτακτου μέτρου της αναστολής των συμβάσεων εργασίας, το οποίο μπορεί να εφαρμοστεί μεταξύ 21.03.2020 και 20.04.2020 (με δυνατότητα παράτασης). Η μόνη διαφορά της περίπτωσης αυτής με την ανωτέρω, έγκειται στη διάρκεια της απαγόρευσης, καθώς εν προκειμένω, η ρητή απαγόρευση απόλυσης αφορά στο σύνολο του προσωπικού και ισχύει για όλη τη διάρκεια της αναστολής των συμβάσεων εργασίας, ήτοι επί 45 ημερολογιακές ημέρες. Περαιτέρω, οι επιχειρήσεις-εργοδότες, που κάνουν χρήση του έκτακτου αυτού μέτρου, δεσμεύονται, μετά τη λήξη του χρόνου της αναστολής των συμβάσεων εργασίας του προσωπικού τους (δηλ. μετά τη λήξη των 45 ημερών), να διατηρήσουν, για χρονικό διάστημα ίσο με εκείνο της αναστολής (δηλαδή για άλλες 45 ημέρες), τον ίδιο αριθμό θέσεων εργασίαςτους ίδιους εργαζόμενους και τους ίδιους όρους εργασίας με το διάστημα προ της αναστολής. Σημειωτέον ότι, στην έννοια του ιδίου αριθμού θέσεων εργασίας, δε συμπεριλαμβάνονται οι αποχωρούντες οικειοθελώς από την εργασία τους, οι αποχωρούντες λόγω συνταξιοδότησης, καθώς και οι εργαζόμενοι ορισμένου χρόνου των οποίων η σύμβαση εργασίας λήγει μετά τη λήξη της αναστολής.

Λαμβάνοντας υπόψη τα χρονικά όρια της απαγόρευσης, καταλήγουμε στο συμπέρασμα ότι, απολύσεις εργαζομένων σε επιχειρήσεις-εργοδότες των οποίων ανεστάλη προσωρινά η δραστηριότητά τους με εντολή δημόσιας αρχής, που έλαβαν χώρα μέχρι και τις 17.03.2020, είναι έγκυρες και παράγουν αποτελέσματα, εφόσον έχουν τηρηθεί οι νόμιμες προϋποθέσεις, ήτοι ο έγγραφος τύπος και η καταβολή αποζημίωσης. Αντιστοίχως, απολύσεις εργαζομένων από επιχειρήσεις-εργοδότες των οποίων η δραστηριότητα πλήττεται βάσει ΚΑΔ, είναι καταρχήν έγκυρες, εφόσον έλαβαν χώρα μέχρι και τις 20.03.2020, πάντοτε με την προϋπόθεση τήρησης της νόμιμης διαδικασίας.

Και στις δύο ανωτέρω περιπτώσεις, ενδεχόμενες προγενέστερες-έγκυρες καταγγελίες των συμβάσεων εργασίας, δεν εμποδίζουν την ένταξη των επιχειρήσεων-εργοδοτών στα ευνοϊκά για αυτές πακέτα ρευστότητας και αναστολής φορολογικών και ασφαλιστικών υποχρεώσεων. Επιπλέον, στην περίπτωση των εργαζομένων που απολύθηκαν στο διάστημα από 01.03.2020 έως και 20.03.2020, αυτοί τυγχάνουν δικαιούχοι της αποζημίωσης ειδικού σκοπού ύψους 800 ευρώ. Ως εκ τούτου, οι επιχειρήσεις-εργοδότες οφείλουν να συμπεριλάβουν στη σχετική υπεύθυνη δήλωση στο ΠΣ «ΕΡΓΑΝΗ» και  αυτούς τους απολυόμενους (από 01.03.2020 έως και 20.03.2020), καθώς, σε διαφορετική περίπτωση, αποκλείονται από την υπαγωγή τους στα μέτρα αναστολής οφειλών δόσεων ή ρυθμίσεων ή διευκολύνσεων τμηματικής καταβολής και κάθε είδους βεβαιωμένων οφειλών προς το Δημόσιο.

Επισημαίνεται δε στο σημείο αυτό, ότι η αναστολή μιας σύμβασης εργασίας, δεν είναι εργοδοτική υποχρέωση, όταν πρόκειται για επιχειρήσεις-εργοδότες που πλήττονται (και δεν ανήκουν σε αυτές που με κρατική εντολή απαγορεύτηκε προσωρινά η λειτουργία τους), αλλά ανήκει στη διακριτική ευχέρεια αυτών, αφού θεσπίστηκε ως έκτακτο μέτρο προκειμένου να μπορέσουν οι επιχειρήσεις-εργοδότες να προσαρμόσουν τις λειτουργικές ανάγκες τους στο δυσμενές περιβάλλον της πανδημίας, που ενδεχομένως οδηγεί σε μείωση του τζίρου τους. Όσον αφορά στις επιχειρήσεις-εργοδότες που, μολονότι ανήκουν στη λίστα των ΚΑΔ που πλήττονται σημαντικά από τις επιπτώσεις του COVID-19, επιλέγουν να συνεχίσουν τη λειτουργία τους χωρίς να κάνουν χρήση του μέτρου της αναστολής των συμβάσεων εργασίας των εργαζομένων τους, δεν υφίσταται ρητή απαγόρευση να προβούν σε καταγγελίες ενεργών συμβάσεων εργασίας, οπότε τυχόν απολύσεις δεν θα είναι άκυρες. Ωστόσο, και στην περίπτωση αυτή, ισχύει η ρήτρα διατήρησης θέσεων εργασίας ως προϋπόθεση για την αναστολή καταβολής ασφαλιστικών και φορολογικών υποχρεώσεων και τη χρήση έκτακτων χρηματοδοτικών εργαλείων στήριξης.

Επίσης, αξίζει να αναφερθεί ότι στην περίπτωση της καταγγελίας με προειδοποίηση, ως χρόνος καταγγελίας νοείται (αναδρομικά) ο χρόνος της προειδοποίησης. Συνεπώς, σε περιπτώσεις που η προειδοποίηση είχε λάβει χώρα πριν τον χρόνο επιβολής της απαγόρευσης απόλυσης -ήτοι πριν τις 18.03.2020 και 21.03.2020 αντίστοιχα- η εν λόγω καταγγελία θα θεωρηθεί καταρχήν έγκυρη, τηρούμενων και των λοιπών νομίμων προϋποθέσεων,  ακόμα κι αν τα αποτελέσματα αυτής επέλθουν κατά το χρονικό διάστημα αναστολής της σύμβασης εργασίας. Δεν αποκλείεται, ωστόσο, μια τέτοια απόλυση να θεωρηθεί και πάλι άκυρη ως καταχρηστική.

Τέλος, αναφορικά με τη λήξη συμβάσεων εξαρτημένης εργασίας ορισμένου χρόνου, αξίζει να αναφερθούν τα εξής: Ενόψει των επιπτώσεων του κορωνοϊού προβλέφθηκε ότι οι συμβάσεις εργασίας ορισμένου χρόνου, οι οποίες λήγουν μετά την απαγόρευση της επιχειρηματικής δραστηριότητας κατόπιν κρατικής εντολήςτίθενται επίσης σε αναστολή, οπότε μετά το πέρας του διαστήματος της αναστολής, συνεχίζονται για τον συμφωνηθέντα χρόνο που υπολείπεται. Επιπλέον, συμβάσεις εργασίας εργαζομένων με σύμβαση εξαρτημένης εργασίας ορισμένου χρόνου σε επιχειρήσεις-εργοδότες που πλήττονται σημαντικά βάσει ΚΑΔ, οι οποίες δεν έχουν λήξει μέχρι την 21.03.2020, μπορούν επίσης να τίθενται σε αναστολή, οπότε μετά το πέρας του διαστήματος της αναστολής (45 ημερολογιακές ημέρες από τη σχετική δήλωση στο ΠΣ «ΕΡΓΑΝΗ»), συνεχίζονται για τον συμφωνηθέντα χρόνο που υπολείπεται.

Τι γίνεται όμως στην περίπτωση που ο εργοδότης επιθυμεί την καταγγελία των συμβάσεων εργασίας ορισμένου χρόνου; Καταρχήν, οι συμβάσεις εργασίας ορισμένου χρόνου λύονται αυτοδικαίως με τη λήξη του συμφωνηθέντος χρόνου. Η σύμβαση ορισμένου χρόνου μπορεί να καταγγελθεί πριν τη λήξη της για σπουδαίο λόγο. Ως «σπουδαίος λόγος» θεωρούνται γεγονότα στη διάρκεια της σύμβασης, εξαιτίας των οποίων είναι αδύνατη η εξακολούθησή της σύμφωνα με την καλή πίστη (όπως ουσιώδης παράβαση των συμβατικών υποχρεώσεων, αλλά και άλλα περιστατικά που κατ΄ αντικειμενική κρίση καθιστούν στη συγκεκριμένη περίπτωση μη ανεκτή για τον εργοδότη την παραπέρα συνέχιση της συμβάσεως). Σημειωτέον ότι περιστατικά που ανάγονται στη σφαίρα του επιχειρηματικού κινδύνου του εργοδότη δεν εμπίπτουν στην έννοια του σπουδαίου λόγου, καθώς ο εργοδότης είναι εκείνος που φέρει αποκλειστικά την ευθύνη για την οικονομική πορεία της επιχείρησης. Εφόσον ο εργοδότης καταγγείλει μια σύμβαση εργασίας ορισμένου χρόνου πριν τη λήξη της, τότε δεν θα μπορεί να ενταχθεί στα ευνοϊκά πακέτα ρευστότητας και αναστολής φορολογικών και ασφαλιστικών υποχρεώσεων. Τούτο διότι, όπως αναφέραμε ανωτέρω, απαραίτητη προϋπόθεση για την ένταξη των επιχειρήσεων-εργοδοτών στο πλαίσιο προστασίας είναι η διατήρηση των θέσεων εργασίας όλων των εργαζομένων τους. Ωστόσο, στην περίπτωση των συμβάσεων εργασίας ορισμένου χρόνου που λήγουν αυτοδικαίως, δε θεωρούνται καταγγελίες και ως εκ τούτου, δε δύνανται να προσμετρηθούν για τη διατήρηση του ίδιου αριθμού των θέσεων εργασίας.

© INSURANCE EEA 2024. All rights Reserved.
Designed by RDC Informatics