Προσεγγίσεις και πραγματικότητα για τις ασφαλίσεις «occurence», «claims made» και «losses occuring»

Εμμανουήλ Ν. Παπαχρονόπουλος*

Η κλασσική μορφή ασφάλισης, κατά την οποία η επέλευση της ασφαλιστικής περίπτωσης ταυτίζεται με την επέλευση του ζημιογόνου γεγονότος, δηλαδή της πράξης ή παράλειψης, λόγω της οποίας ο ασφαλισμένος οφείλει να αποζημιώσει τον τρίτο, αποτελεί τη λεγόμενη ασφάλιση occurrence. Ωστόσο, η διεθνής πρακτική διαμόρφωσε ακόμη έναν τύπο ασφάλισης, όπου κρίσιμος για τον καθορισμό της επέλευσης της ασφαλιστικής περίπτωσης δεν είναι ο χρόνος επέλευσης του ζημιογόνου γεγονότος, αλλά ο χρόνος προβολής αξιώσεων εκ μέρους τρίτων έναντι του ασφαλισμένου, χωρίς να είναι απαραίτητο αυτή να έχει προκληθεί κατά τη διάρκεια της ασφαλιστικής σύμβασης. Στην ασφάλιση αστικής ευθύνης, ο τύπος αυτός ασφάλισης απαντάται με τη μορφή των ασφαλιστηρίων «claimsmade» (=αξιώσεις που θα προβληθούν)(Βλ. Ι. Ρόκα, Ασφαλιστικό Δίκαιο-Εισηγήσεις, 2019, σελ. 150-151∙ Ρ. Χατζηνικολάου-Αγγελίδου, Ιδιωτικό Ασφαλιστικό Δίκαιο, 2017, σελ. 240-241∙ Ε. Τζίβα, Ασφάλιση Ιατρικής Ευθύνης, 2014, σελ. 125 επ.∙ Κ. Ρήγα, Το κύρος της συνομολογούμενης σε ασφαλιστικές συμβάσεις ρήτρας «claimsmade» με αφορμή τις ΟλΑΠ 18/2015 και 19/2015). Τα ασφαλιστήρια «claimsmade» απαντώνται σε ποικίλες μορφές∙ είναι δυνατόν να έχει οριστεί χρόνος αναδρομικής κάλυψης (retroactivedate), οπότε πρόσθετη προϋπόθεση, πέραν της προβολής της αξιώσεως κατά τη διάρκεια ισχύος της ασφαλιστικής σύμβασης, είναι να έχει επέλθει το ζημιογόνο γεγονός εντός των οριζόμενων στο ασφαλιστήριο χρονικών ορίων. Όμως, είναι δυνατό να μην υπάρχει κανένας επιπρόσθετος όρος, πέραν  της συνομολογούμενης ρήτρας, οπότε καλύπτονται όλες οι προβαλλόμενες κατά τη διάρκεια της ασφαλιστικής σύμβασης αξιώσεις (οι οποίες και έχουν συμφωνηθεί πως καλύπτονται), αρκεί να μην γνώριζε ο λήπτης της ασφάλισης πως η ασφαλιστική περίπτωση είχε επέλθει, κατά τη σύναψη της σύμβασης (άρθ. 5 παρ. 2 ΑσφΝ).

Η ελληνική έννομη τάξη αποδέχτηκε την εγκυρότητα των ασφαλιστηρών «claimsmade» με τις αποφάσεις ΟλΑΠ 18/2015 (δημ. ΝΟΜΟΣ=ΕπισκΕΔ 2017/ 143) και ΟλΑΠ 19/2015. Με αυτές τις δύο πανομοιότυπες αποφάσεις, η Ολομέλεια του Ακυρωτικού, μολονότι εκκίνησε από την ορθή θέση πως, στα ασφαλιστήρια «claimsmade» η αναγγελία της επέλευσης του κινδύνου, δηλαδή της έγερσης αξίωσης από τρίτο, δεν συνιστά απλώς βάρος του ασφαλισμένου, αλλά υποχρέωση, από την οποία εξαρτάται η θεμελίωση ευθύνης του ασφαλιστή, δέχτηκε- λανθασμένα, κατά την άποψή μου- ότι αποτελούν απαλλακτικές ρήτρες και, ως εκ τούτου, είναι δυνατόν να συνομολογηθούν σε ασφαλίσεις επαγγελματικής ευθύνης και στις περιοριστικά απαριθμούμενες ασφαλίσεις του άρθ. 33 παρ. 1 ΑσφΝ, καθότι συνιστούν περιορισμό των δικαιωμάτων του λήπτη της ασφάλισης (βλ.Ε. Τζίβα, Η κρίση του Αρείου Πάγου αναφορικά με τη ρήτρα claimsmade (=αξιώσεις που θα προβληθούν) σε ασφαλίσεις επαγγελματικής ευθύνης- Με αφορμή τις αποφάσεις της ΟλΑΠ 18 και 19/2015, ΕπισκΕΔ 2017/ 1∙ Μ. Βαρελά, Οι απαλλακτικές ρήτρες στις επαγγελματικές ασφαλίσεις-Το κύρος της ρήτρας «αξιώσεις που θα εγερθούν» (“claimsmade”), ΔΕΕ 2016/ 1019). Παρ’ όλα αυτά, όπως προαναφέρθηκε, τα ασφαλιστήρια «claimsmade» αποτελούν διαφορετική κατηγορία ασφάλισης από τα ασφαλιστήρια τύπου «occurrence», αφού σκοπός τους είναι να καλυφθεί ασφαλιστικά οποιαδήποτε αξίωση προβληθεί εντός του διαστήματος ισχύος τους, ανεξάρτητα από τον χρόνο επέλευσης του ζημιογόνου γεγονότος. Εάν πράγματι επρόκειτο για απαλλακτική ρήτρα, όπως δέχτηκε το Ακυρωτικό, θα έπρεπε αποφασιστικό ρόλο για την ενεργοποίηση της ασφάλισης να διαδραματίζει ο χρόνος επέλευσης του ζημιογόνου γεγονότος, και να εισάγεται ένας περιορισμός αυτού. Εν προκειμένω, όμως, ο χρόνος επέλευσης του ζημιογόνου γεγονότος, δεν περιορίζεται απλώς, αλλά είναι, κατ’ αρχήν, αδιάφορος. Εν ολίγοις, ο λήπτης της ασφάλισης συμφωνεί με τον ασφαλιστή την κάλυψη όσων αξιώσεων εγερθούν κατά τη διάρκεια ισχύος της ασφαλιστικής σύμβασης, αδιαφόρως του χρόνου πρόκλησης του ζημιογόνου γεγονότος. Αυτό, άλλωστε, είναι και το αντιστάθμισμα των ασφαλιστηρίων με όρο «discoverylimitation» για τη μη κάλυψη των περιπτώσεων, που επήλθαν μεν κατά τον χρόνο της ασφαλιστικής κάλυψης, αλλά δεν ηγέρθη καμία αξίωση από τρίτους έναντι του ασφαλισμένου εντός αυτού. Είναι, λοιπόν, αδύνατο να θεωρηθεί η ασφάλιση τύπου «claimsmade» απαλλακτική ρήτρα των ασφαλίσεων «occurrence», καθότι δεν εισάγεται καμία εξαίρεση, αλλά θεσπίζεται εντελώς διαφορετική μορφή ασφαλιστικής περίπτωσης.

Πάντως, εφόσον γίνεται δεκτό πως ο χρόνος επέλευσης του ζημιογόνου γεγονότος είναι αδιάφορος για την παροχή κάλυψης εκ μέρους του ασφαλιστή, οποιαδήποτε ρήτρα περιορίζει το δικαίωμα αξίωσης του ασφαλίσματος από τον δικαιούχο του, όπως η ρήτρα ότι, πέραν της έγερσης αξίωσης εντός του διαστήματος ισχύος της ασφαλιστικής σύμβασης, είναι αναγκαίο να έχει επέλθει το ζημιογόνο γεγονός εντός ορισμένης χρονικής περιόδου (retroactivedate), είναι πράγματι άκυρη, με την επιφύλαξη  των εξαιρέσεων του άρθ. 33 παρ. 1 ΑσφΝ. Κατά τα προρρηθέντα, στην ασφάλιση «claimsmade» η ασφαλιστική περίπτωση συνίσταται μόνο στην έγερση αξίωσης του ασφαλισμένου έναντι του ασφαλιστή, χωρίς να επηρεάζει τη σχέση τους ο χρόνος επέλευσης του ζημιογόνου γεγονότος. Τυχόν συμβατική απόκλιση, με την οποία λαμβάνεται υπόψη ο χρόνος αυτός, εισάγει πρόσθετους περιορισμούς, δηλαδή εξαιρέσεις κάλυψης, οι οποίες, ωστόσο, κατά το άρθρο 33 παρ. 1 ΑσφΝ, πάσχουν από ακυρότητα.

Ομοίως, συμφωνία με την οποία προβλέπεται ότι παρέχεται ασφαλιστική κάλυψη, αν το ζημιογόνο γεγονός επέλθει κατά τη διάρκεια ισχύος της ασφαλιστικής σύμβασης, με τον πρόσθετο όρο πως πρέπει να εγερθεί αξίωση εντός προβλεπόμενης προθεσμίας (λ.χ. 15 μηνών μετά τη λήξη της ασφαλιστικής σύμβασης) (βλ. Ι. Ρόκα, ο.π., σελ. 150), είναι έγκυρη μονάχα στις περιπτώσεις ασφάλισης του άρθ. 33 παρ. 1 (λ.χ.  επαγγελματική ασφάλιση), άκυρη δε στις υπόλοιπες. Και αυτό διότι δεν πρόκειται για περίπτωση ασφάλισης τύπου «claimsmade», αλλά για τύπο ασφάλισης «occurrence» και η ανωτέρω ρήτρα πράγματι περιορίζει τα δικαιώματα του λήπτη της ασφάλισης (άρθ. 7 παρ. 6 ΑσφΝ). Ειδικότερα, βάση της ενεργοποίησης της παραπάνω ασφάλισης δεν είναι ο χρόνος έγερσης των αξιώσεων τρίτου, αλλά ο χρόνος επέλευσης του ζημιογόνου γεγονότος, ο οποίος πρέπει να εμπίπτει στο χρονικό διάστημα ισχύος της ασφαλιστικής σύμβασης. Η προϋπόθεση προβολής αξίωσης από τον τρίτο εντός ορισμένης προθεσμίας μετά τη λήξη της ασφαλιστικής σύμβασης, μικρότερης πάντως από τον χρόνο παραγραφής του άρθ. 10 ΑσφΝ, αποτελεί πρόσθετη προϋπόθεση για την ασφαλιστική κάλυψη, η οποία και περιορίζει το δικαίωμα ασφαλιστικής κάλυψης του ασφαλισμένου, περιορισμός ανεκτός, σύμφωνα με τα προλεχθέντα, μονάχα στις περιπτώσεις του άρθρου 33 παρ. 1. Για παράδειγμα, αν συμφωνηθεί ότι παρέχεται κάλυψη από τη 1.1.2019 έως τη 1.10.2019 κατά του κινδύνου από ιατρικό σφάλμα, αλλά με την πρόσθετη προϋπόθεση ότι θα αναγγελθεί η έγερση της αξίωσης τρίτου έως τη 1.8.2020, είναι προφανές πως δεν πρόκειται για ρήτρα «claimsmade». Ένα τέτοιο ασφαλιστήριο προϋποθέτει να έχει επέλθει το ζημιογόνο γεγονός εντός της περιόδου 1.1.2019 έως 1.10.2019, θέτει, όμως, ένα επιπλέον ασφαλιστικό βάρος (όχι υποχρέωση, όπως στις ασφαλίσεις τύπου «claimsmade») στον λήπτη της ασφάλισης να αναγγείλει την επέλευση της έγερσης αξίωσης εντός ορισμένης προθεσμίας (έως 1.8.2020). Είναι, λοιπόν, ασφάλιση «occurrence», με περιορισμό των δικαιωμάτων του λήπτη της ασφάλισης.

Ακόμη, να σημειωθεί ότι στον αγγλοσαξωνικό, ιδίως, χώρο, έχει διαμορφωθεί και ένας τρίτος τύπος ασφάλισης, η ασφάλιση με ρήτρα «lossesoccurring» (=ζημίες που εμφανίζονται)(βλ. R. Merkin, ColinvauxsLawofInsurance, 2006, σελ. 714). Πρόκειται για τύπο ασφάλισης, ο οποίος, για την ενεργοποίηση της κάλυψης, απαιτεί να έχει προκληθεί ζημία στον ασφαλισμένο κατά τη διάρκεια της ασφαλιστικής σύμβασης, αδιαφορώντας τόσο για τον χρόνο επέλευσης του ζημιογόνου γεγονότος όσο και για τον χρόνο έγερσης της αγωγής. Έτσι, αν κάποιος έχει συνάψει με ασφαλιστή ασφαλιστική σύμβαση με ισχύ από 1.1.2019 έως 31.12.2019 και κατά το διάστημα αυτό εκτίθεται στην εργασία του σε λιθανθρακόπισσα, αλλά εμφανίσει καρκίνο οποτεδήποτε μετά τις 31.12.2019, δεν μπορεί να θεωρηθεί πως καλύπτεται από την ασφαλιστική σύμβαση, καθώς ναι μεν έχει επέλθει το ζημιογόνο γεγονός εντός της διάρκειας κάλυψης της σύμβασης, αλλά η ζημία εκδηλώθηκε μεταγενέστερα. Όμως, αυτή η μορφή ασφάλισης δεν έχει αναγνωριστεί (τουλάχιστον ακόμη) από την ελληνική έννομη τάξη.

*Τελειόφοιτος Νομικής Σχολής ΕΚΠΑ

 

© INSURANCE EEA 2024. All rights Reserved.
Designed by RDC Informatics